Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Το Ταξίδι ενός Συνδετήρα


     Πολλές φορές, ακόμη και τα πιο μικρά αντικείμενα κρύβουν μέσα τους μια μεγάλη ιστορία. Δε φαίνεται με την πρώτη ματιά αλλά αν τα δεις πιο προσεκτικά, μπορείς να παρατηρήσεις -αν διαθέτεις βέβαια και την απαιτούμενη φαντασία- όλα εκείνα τα γεγονότα που παλιώνουν, αλλάζουν ή καταστρέφουν ένα αντικείμενο. Κι εγώ κρατούσα στα χέρια μου έναν, αν μη τι άλλο, γενναίο ταξιδευτή.
     Το ταξίδι του άρχισε πολλά χρόνια πριν από άγνωστη αφετηρία και δε σταμάτησε σχεδόν ποτέ. Σαν μεταλλική ακρίδα πετούσε από γραφείο σε γραφείο, από υπηρεσία σε υπηρεσία, γαντζωνόταν στα χέρια υπαλλήλων, λογιστών και πελατών για να αναλάβει το απλό, αιώνιο και τυπικό καθήκον του, αυτό της επισύναψης εγγράφων. Όντας παλιάς κατασκευής, ήταν γερός και δε λύγιζε εύκολα, ήταν έτσι προορισμένος για πιο απαιτητικές δουλειές απ’ ότι οι μικρόσωμοι όμοιοί του που λύγιζαν με την παραμικρή πίεση. Φυλασσόταν γι’ αυτό το λόγο στο συρτάρι του εκάστοτε υπαλλήλου προσεκτικά, μακριά από τα αδηφάγα βλέμματα των «ελαφροχέρηδων» συναδέλφων, περιμένοντας την καινούρια του αποστολή.
     Όταν δεν ξεκουραζόταν σε κάποιο συρτάρι ή στο αρχείο, ταξίδευε σε εφορίες, τράπεζες και γραφεία, συνοδεύοντας σημαντικά έγγραφα, με όσο γίνεται περισσότερη ασφάλεια, πεταγόταν βιαστικά από τον υπάλληλο στην άκρη του γραφείου και πολλές φορές ξεχνιόταν εκεί, σε νέο «σπίτι», με καινούριους «συγκατοίκους». Άλλοτε θα άλλαζε τρεις ή τέσσερις προορισμούς σε μια μέρα, άλλοτε θα έμενε στο ίδιο μέρος για μήνες. Είχε γνωρίσει από κοντά όλη την οικονομία και τη γραφειοκρατική ιστορία του νησιού, συμβόλαια, συμβάσεις, έντυπα πληρωμής, ασφάλειες, όλα είχαν περάσει από το λεπτό μεταλλικό του σώμα για να μεταβούν σε μια υπηρεσία, σε κάποιο γραφείο μέσα στην πόλη.
     Χιλιάδες χέρια τον είχαν αγγίξει. Χοντροκομμένα δάχτυλα μεσήλικων προϊσταμένων,  λεπτά παγωμένα χεράκια νεόκοπων λογιστριών, ιδρωμένες παλάμες κυριών, πασαλειμμένες με ενυδατικές κρέμες και ψίχουλα τυρόπιτας. Κι όμως κανένας δεν του έδινε σημασία, όνομα, κάποια ιδιαίτερη προσοχή. Ήταν κι αυτός ένας μικρός, άψυχος υπάλληλος. Δεν τσιμπούσε, όπως οι καρφίτσες, δε χαλούσε όπως τα συρραπτικά, δεν κοβόταν όπως τα λάστιχα, μόνο έκανε τη δουλειά του απλά και σιωπηλά και υπάκουε σε κάθε καινούριο του αφεντικό.
     Σε μια δύσκολη μέρα με πολύ κόσμο, τέλος ή αρχή του μήνα ίσως, θα γλίστρησε από τα χέρια κάποιου υπαλλήλου κι έπεσε στο πάτωμα, στο τέρμα του γραφείου, κάτω από το βαρύ μεταλλικό συρτάρι. Εκεί, μακριά από τη σκούπα της καθαρίστριας και τα χιλιάδες βιαστικά χέρια, αφέθηκε να ξεκουραστεί στη βρώμικη, σκοτεινή γωνιά του για μήνες, χρόνια ίσως, μέχρι που μια μέρα έπεσε κοντά του ένα κέρμα και έσκυψα να το πιάσω. Ασυναίσθητα τον έκρυψα κι εκείνον στη χούφτα μου, να μην πάει χαμένος, σκέφτηκα και τον έβαλα στο συρτάρι μαζί με τους υπόλοιπους. 
     Άξαφνα βρέθηκε σε μια μεγάλη «παρέα» μετά από τόσο καιρό, μαθημένος στην ησυχία και το βαθύ σκοτάδι. Σκουριασμένος από τα χρόνια και ελαφρώς στραβωμένος, στεκόταν ανάμεσα στους νέους «συναδέλφους» του με τα χρωματιστά πλαστικά καλύμματα, παράταιρος και μόνος. Με τον καιρό, κρύφτηκε διακριτικά στην άκρη του συρταριού, να μην ενοχλεί με το παλιομοδίτικο παρουσιαστικό του. Χωρίς να το ‘χα σκεφτεί ποτέ, δεν τον έβγαζα από το συρτάρι και προτιμούσα να δουλεύω με τους πιο καινούριους από αυτόν, ίσως από ένα περίεργο είδος σεβασμού. 
      Κάποια μέρα, λίγο πριν το σχόλασμα, πετάχτηκε μπροστά μου ο Στάθης, από τον τρίτο. Βιαζόταν να παραδώσει ένα αντίγραφο σύμβασης σε κάποιον πελάτη και μου ζήτησε φουριόζος «ένα συνδετήρα, όχι απ’ αυτούς, λίγο πιο μεγάλο». Έκρυψα στο χέρι μου το σκουριασμένο μου φίλο και καθώς άνοιξα την παλάμη μου, ένιωσα λες και είδα έναν από αυτούς τους παλιούς υπαλλήλους, τους ήσυχους, που δουλεύουν συνήθως σε μεγάλες υπηρεσίες και κανείς δεν ξέρεις σχεδόν τίποτα γι’ αυτούς, που είναι αθόρυβοι και ακούραστοι και δεν παίρνουν σύνταξη παρά μόνο σαν έχουν φτάσει σε προχωρημένη ηλικία. «Τέλειωνε ρε», φώναξε ανυπόμονος ο Στάθης και σκέφτηκα ότι ίσως αυτός ο μικρός γεράκος που κρατούσα στα χέρια μου να λαχταρούσε να ζήσει μια ακόμη περιπέτεια. Άπλωσα το χέρι μου και, καθώς τον άφηνα στην παλάμη του Στάθη, του ψιθύρισα χαμηλόφωνα «καλό ταξίδι»…

3 σχόλια:

Unknown είπε...

ωραίοήταναγαμήσου......γράψε βιβλίο

elPre είπε...

Συμφωνώ με τον Χωστήρα και μεταφράζω το σχόλιό του:

"ωραίοήταναγαμήσου......γράψε βιβλίο" =
"Ξεπερνάει τα στεγανά του απλού blogging και αγγίζει τα όρια της λογοτεχνίας..."

Uri Teller είπε...

Χαχα, πλάκα πλάκα τώρα τελευταία κάπως έτσι το σκέφτομαι, μου βγαίνουν διάφορες ιστορίες! Λέτε να "εκδοθώ"; Πλάκα θα χει...