Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2013

Το ήσυχο τσογλάνι


Έχοντας φτάσει να είμαι ταμίας κοντά στα επτά χρόνια, έχω αναγάγει σε υπέρτατη αξία το να μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει τη δουλειά που πραγματικά τον ευχαριστεί και τον γεμίζει. Τα λεφτά, σε ποσοτικό επίπεδο, τα έχω χεσμένα προ πολλού. Με την έννοια, φυσικά, ότι δε θα χάσω μια ζωή προσπαθώντας να κάνω περιουσία αλλά θα προτιμήσω να κάνω τις μέρες μου όσο γίνεται πιο δημιουργικές. 
Όταν κάνεις μια απλή, διεκπεραιωτική δουλειά όπως το να είσαι ταμίας, πωλητής, σερβιτόρος κλπ, ξέρεις εκ των προτέρων ότι η ζωή σου είναι αλλού. Σε κάποια παραλία, σε κάποιο μακρινό μέρος που το φτιάχνεις όπως το θες εσύ, σε μια αγκαλιά που ποτέ δε θα νιώσεις κλπ. Πάντως όχι πίσω από ένα γκισέ ή με ένα δίσκο στο χέρι ή τέλος πάντων, στην κωλότρυπα που δουλεύεις για να βγάζεις τα προς το ζην. 
Περιττό να σας πω πόσο έχω ταξιδέψει πίσω από το γκισέ. Σε πόσα μέρη έχω πάει, πόσα φανταστικά κορίτσια έχω γνωρίσει, πόσες μουσικές έγραψα με το μυαλό μου και ύστερα τις ξέχασα μέχρι το σχόλασμα. Πάντα κάτι έβρισκα να απασχολούμαι όσο μου γκρίνιαζε ο παππούς με τα δεκαπέντε βιβλιάρια για να μην τρελαθώ. Πιο πολύ για να μη γεράσω πριν την ώρα μου και του μοιάσω. 
Έβρισκα παιχνίδια. Σα μικρό παιδί, έβρισκα πράγματα να απασχολώ το μυαλό μου λες κι έπαιρνα μέρος σε διαγωνισμούς και περίεργα στοιχήματα. Αν είχαμε πχ πολλά εικοσάευρα στο κατάστημα, προσπαθούσα να τα διώξω όλα μέχρι τις δυόμιση. Αν είχαμε πολύ κόσμο, έβαζα στοίχημα με τον εαυτό μου ότι θα ξεμπέρδευα μαζί τους μέχρι πχ τη μια το πολύ. Αν έμπαινε κανένα κορίτσι που να μου άρεσε, την έβαζα "σημάδι" και προσπαθούσα να πετύχω το νούμερό της. Όλα αυτά με απόλυτη μυστικότητα και πονηριά.
Πολλές φορές με έπιαναν περίεργες εμμονές. Έπρεπε να νομίσματα να είναι στο ακέραιο, να μην περισσεύει κανένα ή να προσπαθήσω να βγάλω τη μέρα με ελάχιστα, ζητώντας κέρματα από τους πελάτες ή μαγειρεύοντας έτσι τα ποσά των συναλλαγών ώστε να μη χρειάζονται ρέστα. Σαν να έπαιζα στα φλιπεράκια ή στο ατάρι κάποιο παιχνίδι που είχα φτιάξει εγώ ο ίδιος. Ξαφνικά, ήμουν στο Space Ιnvaders και σημάδευα τους συνταξιούχους με τη συσκευή των αριθμών προτεραιότητας. Αυτά τα μικρά στοιχηματάκια, τα αυτοσχέδια παιχνίδια κι οι περίεργες αταξίες με κρατούσαν ζωντανό όσο περνούσαν οι μέρες μέχρι να φτάσει η Παρασκευή, η αργία ή η άδεια.
Έτσι ήμουν από μικρός: ένα ήσυχο τσογλάνι. Καθόμουν στη γωνιά μου μέχρι να μπει ο διάολος μέσα μου και να την κάνω τη ζημιά. Εκείνη τη συναρπαστική, πανέμορφη ζημιά. Κι όσο μεγαλώνω τόσο προσπαθώ να κρατήσω ακμαίο αυτό το ξωτικό που έχω μέσα μου και που αναγκαστικά το κρύβω για να μη με κοροϊδεύουν οι γύρω μου. Δε φοβάμαι τόσο να εκτεθώ. Πιο πολύ φοβάμαι μη μου φύγει. Γιατί αυτό μπορεί χωρίς εμένα αλλά εγώ δε θα τη βγάλω χωρίς αυτό.

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Γκρίνια Τέλος!



Εδώ και καιρό είχα αναρτήσει στο γκισέ μου μια μικρή επιγραφή που έλεγε "Γκρίνια Τέλος". Αφορούσε όλο εκείνο τον κόσμο που μου γκρίνιαζε επειδή του έκοψαν το μισθό ή αργούσε να μπει η σύνταξή του ή δεν του μείωναν τη δόση του δανείου του κλπ. 
Συμπονούσα όλο αυτό τον κόσμο και με συγκινούσαν οι μικρές τους ιστορίες μέχρι που ήρθε η ώρα να ψηφίσουν και όλοι ξέρουμε τι επακολούθησε. Μάλιστα, όταν τους ρωτούσα "πού το έριξαν", έλεγαν με παρρησία ότι ψήφισαν τα δυο μεγάλα κόμματα οπότε κι εγώ πήρα το διογκωμένο συκώτι μου, σηκώθηκα και κόλλησα στο τζαμάκι δίπλα στο ταμείο την εν λόγω επιγραφή. Παρεξηγήθηκε -δεν παρεξηγήθηκε ο κόσμος, το ίδιο μου κάνει. Απλά τώρα τελευταία την κατέβασα επειδή ένιωθα να παρεξηγιέμαι εγώ ο ίδιος που ασχολούμαι ακόμα. 
Τις απόψεις μου τις ξέρετε οι περισσότεροι καθώς και τον τρόπο σκέψης μου. Δε μ' αρέσει ούτε να επιβάλλω τη γνώμη μου ούτε να επικρίνω όποιον δε σκέφτεται όπως εγώ. Απλά δε μ' αρέσει να το βουλώνω κιόλας. 
Χτες έγραψα ένα σχετικό κείμενο και το έστειλα στον Πιτσιρίκο με αφορμή ένα τελευταίο του άρθρο. Με εξέπληξε ευχάριστα που το δημοσίευσε σήμερα το πρωί και τον ευχαριστώ θερμά γι' αυτό. 

Ορίστε και το λινκ: 

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Απεργία

Είναι από εκείνες τις φορές που κάνω κάνα μήνα και βάλε να μπω στο μπλογκάκι και μετά νιώθω τύψεις. Θες επειδή δεν έχω τίποτα καινούριο να πω, θες επειδή έχουν πέσει πολλά μαζεμένα, το παρατάω και μπαίνω μόνο για να δω κανένα καινούριο σχόλιο. 
Τελευταία είχαμε πολλές απεργίες. Άλλες 24ωρες, άλλες 48ωρες, χαμός. Βέβαια, εκεί που φτάσαμε, αυτές οι αντιδράσεις δεν είναι τίποτα. Γιατί όμως και πάλι εγώ νιώθω ότι, όχι μόνο δεν κάνουμε κάτι σημαντικό αλλά κι ότι είμαστε στο λάθος δρόμο;
Κατ' αρχήν να δούμε πότε κάνει κατά κανόνα ο Έλληνας απεργία. Σωστά. Όταν του κόβουν λεφτά. Χρησιμοποιούμε δηλαδή έναν ιερό κοινωνικό θεσμό όχι για να απαιτήσουμε τα στοιχειώδη κι αυτονόητα αγαθά που μας αντιστοιχούν ως πολίτες αλλά επειδή έτσουξε το πορτοφόλι μας. Ναι, ρε φίλε, θα μου πεις αλλά δεν είναι και ασήμαντο πράγμα το πορτοφόλι! Δε διαφωνώ. Αλλά κοίτα γύρω σου τι εξαθλίωση υπάρχει, πόσο διαβρωμένο είναι αυτό το σύστημα που υπηρετούμε, πόσα λάθη έχουν γίνει, με πρωταγωνιστές εμάς, μας αρέσει δε μας αρέσει. 
Δε μιλώ φυσικά για τις συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων σε όλη την Ευρώπη. Μιλώ για τις απεργίες των συνδικάτων που αποφασίζουν ότι την τάδε μέρα θα κατέβουμε όλοι στους δρόμους και θα τα κάνουμε "λίμπα". Γιατί εκείνη τη μέρα ειδικά; Γιατί μόνο μια μέρα; Φαντάζεστε σε όλους τους μεγάλους πολέμους που κάναμε στην Ελλάδα να βγαίναμε να πολεμάμε συμβολικά μόνο μια δυο μέρες το μήνα; Ακόμα Γιουνανιστάν θα ήμασταν. Και τη χτεσινή τρίωρη απεργία που έκαναν τα συνδικάτα ενώ σε όλη την Ευρώπη γινόταν χαμός, δε θα τη σχολιάσω καν.
Και τότε ρε φιλαράκι εσύ γιατί κάνεις απεργία; 
Απεργία δεν κάνω επειδή μου έκοψαν 7% του μισθού μου. Με το χαμό που γίνεται τριγύρω μου, δε μπορεί να διαμαρτύρομαι γι' αυτό και μόνο. Περισσότερο διαμαρτύρομαι επειδή τελευταία κάνω αναλήψεις ποσών όπως 3.80, 4.50, 9.20... Σου λέει ο άλλος ότι είναι τα τελευταία του χρήματα. Φτάνουν για ένα κιλό ψωμί και λίγο γάλα. Δεν ξέρει πότε θα ξαναπληρωθεί. Έρχονται μαμάδες με τα παιδιά, μπαμπάδες, βλέπεις να κρατιούνται μη βουρκώσουν, γιαγιάδες που σε κοιτάνε στα μάτια και σε ρωτάνε "πώς θα ζήσω εγώ με αυτά τα λεφτά για ένα μήνα;" . Και δε μπορώ να τους δώσω τίποτα. Ούτε και να τους πω κάτι μπορώ. Κι έτσι, όταν απεργώ, νιώθω ότι το κάνω και γι' αυτούς έστω κι αν δεν έχουν κανένα όφελος από αυτή μου την πράξη. Μόνο μια ελάχιστη ένδειξη αλληλεγγύης. 
Κι από εδώ και πέρα, θα απέχω από τις ειρωνικές απεργιακές κινητοποιήσεις των 24 ωρών. Μόνο διαρκείας πλέον. Ή απεργία διαρκείας ή ανεργία διαρκείας. Συγνώμη που δεν έχω κάτι χιουμοριστικό πια να πω. Υπόσχομαι να επιστρέψει κάποια στιγμή κι εκείνος ο Uri ...

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Τελευταίες μέρες του μήνα


Πέρασαν επιτέλους εκείνες οι ανιαρές μέρες που δεν κάναμε τίποτα σχεδόν στο κατάστημα κι έφτασε η όμορφη, ζωηρή περίοδος των πληρωμών, στο τέλος του μήνα. Η κρύα, άδεια αίθουσα της τράπεζας γέμισε από τα γέλια και τις χαρούμενες φωνές των πελατών που ήρθαν να πληρώσουν τις εισφορές τους στην εφορία. Οι εφοριακοί αποφάσισαν -για να μας ευχαριστήσουν για τη συνεισφορά μας- να απεργήσουν την τελευταία μέρα της προθεσμίας, παραχωρώντας έτσι με αυταπάρνηση όλους τους φορολογούμενους σε εμάς. Έτσι σε κάποια στιγμή ήταν τόσος πολύς ο κόσμος μέσα στην τράπεζα που αν στριμώχνονταν λίγο ακόμη –είχε και ζέστη-μπορεί να έβγαζαν και λάδι.
Ο κόσμος έδειχνε να αγωνιά για το αν προλάβουμε να μαζέψουμε και τα 11,5 δις της “Τρώει-cash” και περίμενε με ανυπομονησία για να πληρώσει. Μερικοί, οι πιο ευσυνείδητοι, από την πολλή αγωνία έμπαιναν στη ζούλα εκτός σειράς για να πληρώσουν και να σωθεί η πατρίδα πιο γρήγορα. Οι άλλοι σαν να μην έφτανε που περίμεναν με το πάσο τους για να πληρώσουν -λες και έχουμε καιρό για χάσιμο- είχαν το θράσος να τους τη λένε κι από πάνω, επειδή τόλμησαν να μπουν εκτός σειράς για το καλό της χώρας.
Οι πελάτες, την ώρα που περίμεναν, δεν παρέλειψαν να δείξουν πόσο προοδευτικοί και δημοκρατικοί είναι σε θρησκευτικά θέματα, αναφωνώντας κάθε λίγο «τέλειωνε, γαμώ την Παναγία σου». Επιπλέον, δεν έχαναν την ευκαιρία να κράξουν την κυβέρνηση που ήρθε στα καλά καθούμενα και κατσικώθηκε στη χώρα μας και μας τα έκανε μαντάρα, οδηγώντας με στο συμπέρασμα ότι όλη η πόλη ψήφισε ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΚΚΕ και ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ και καμία σχέση δεν είχαν ποτέ με τους δοσίλογους της συγκυβέρνησης. Συγκλονιστικό.
Αυτά συνέβησαν τις τελευταίες μέρες της προθεσμίας πληρωμής αλλά και τις πρώτες μέρες του μήνα όπου πληρώνονται οι συντάξεις. Η εικόνα των Ελλήνων πολιτών και συναλλασσόμενων αυτές τις μέρες είναι τελείως διαφορετική από εκείνη των ημερών πριν τις εκλογές. Τότε έρχονταν όλοι τσαμπουκαλεμένοι, με τον αέρα του παραλή μεγαλοαστού, να σηκώσουν τις –παχυλές πολλές φορές- καταθέσεις τους από φόβο μη γυρίσουμε στη δραχμή. Που να γυρίσουμε στη μνα, γαμώ το κέρατό μου. Όλη η απόγνωση του χειμώνα, η αίσθηση της απόρριψης, της αδικίας, της ανάγκης για υγιή αντίδραση και αντίσταση έγινε «μωρέ φέρε εδώ τα φράγκα και να πα’ να γαμηθεί». Τώρα, έχουμε ξανά τα ίδια. Να τρέξουμε να πληρώσουμε, μη μας κάνουνε ντα. Να γκρινιάξουμε μόνο και μόνο για να γκρινιάξουμε. Και, φυσικά, να ξεσπάσουμε στο διπλανό, εκείνον που είναι στην ίδια –μην πω χειρότερη- θέση από μας και είναι εύκαιρος για να τ’ ακούσει ή και να τις μαζέψει.
Ωραία τα κάναμε. Ή, μάλλον, ΔΕΝ τα κάναμε. Απλά τα αφήσαμε να γίνουν. Προτιμήσαμε τον καναπέ μας, την τηλεόραση, να κοιτάμε «τη δουλειά μας» και «δε βαριέσαι»… Και φτάσαμε στο απόγειο της εθνικής ξεφτίλας και στο κατώφλι του φασισμού. Βέβαια, δεν έχει πλέον και πολύ νόημα να το αναλύουμε. Αλλά και η αδράνεια κάνει πολύ κακό. Αυτό που παρατηρώ τόσα χρόνια από το ταπεινό μου πόστο είναι ότι ο Έλληνας έχει πρόβλημα μόνο με τα στραβά του άλλου. Δεν ξέρω πόσο παλιά είναι αυτή η διαπίστωση. Πχ, στο ταμείο, κάποιος που θα μπει εκτός σειράς θα δικαιολογηθεί  λέγοντας ότι «σιγά μωρέ, αφού κανείς δεν ερχόταν». Ο ίδιος άνθρωπος, αν μπει άλλος εκτός σειράς είναι ικανός να πέσει πάνω του να τον φάει. Το ίδιο και με τις ταυτότητες. Αν δεν έχει κάποιος ταυτότητα και θέλει να πάρει εκατό ευρώ, θα επιχειρηματολογήσει «σιγά μωρέ πώς κάνετε έτσι για εκατό ευρώ;». Μπορείτε να φανταστείτε πώς θα κάνει αν διαπιστώσει ότι από το βιβλιάριό του λείπουν εκατό ευρώ.
Τώρα ήρθαν πάλι οι ήσυχες μέρες. Αυτές που όλοι λένε «μα, πώς και δεν έχετε κόσμο σήμερα;» κι ας είναι τον περισσότερο καιρό έτσι τα πράγματα. Απλά έχουν μάθει να έρχονται όλοι τις πρώτες ή τις τελευταίες μέρες του μήνα. Ασήμαντες λεπτομέρειες, θα μου πείτε, αλλά δείχνουν επακριβώς τον τρόπο που σκεφτόμαστε σαν λαός. Αν μου ζητούσε ένας ξένος να περιγράψω τον τρόπο σκέψης μας, αυτά τα περιστατικά θα του έλεγα. Κι αν κάτσεις να το σκεφτείς, λέει πολλά και για την κατάσταση που βρισκόμαστε αλλά, δυστυχώς και για το μέλλον μας...



Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Σκέψεις Φθινοπωρινού Λυρισμού

Έφτασε λοιπόν και το φθινόπωρο με τα ωραία χρώματα και τη γλυκιά μελαγχολία. Κοιτάζεις με νοσταλγία τις καλοκαιρινές φωτογραφίες στο facebook -παπάρια, κάναν κώλο κοιτάς να βρεις- και βγάζεις σιγά σιγά τις ζακέτες και τις κουβερτούλες από την ντουλάπα. Στο μεταξύ υπάρχουν και οι ξαφνικές μεταπτώσεις του καιρού οπότε μπορεί να κοιμηθείς με κουβερτούλα το βράδυ και να ξυπνήσεις μπλιόντα (κοζανίτικο, σημαίνει μούσκεμα) στον ιδρώτα αλλά μπορεί και να κοιμηθείς με το μποξεράκι και να ξυπνήσεις στο σκηνικό από το "Βαρομετρικό Χαμηλό", δίπλα στο Σταλόνε.
Στη δουλειά, πάλι, δε συμβαίνει απολύτως τίποτα. Ο Σεπτέμβρης, άλλωστε, γνωστός για την αδράνειά του, θεωρείται από τους πιο χαλαρούς μήνες. Εσύ όμως -ναι ρε σε σένα μιλάω!- που έχεις να πληρώσεις την εφορία σου ή οτιδήποτε άλλο μην κάνεις την ίδια μαλακία που κάνετε όλοι κι έρθεις τις δυο τελευταίες μέρες της προθεσμίας! Ρε, δεν πάτε καλά! Μπορείτε να έρθετε ΟΛΟ ΤΟ ΜΗΝΑ να τελειώσετε με τις υποχρεώσεις σας σε δέκα λεπτά κι αντ' αυτού, έρχεστε τελευταία μέρα, στιβάζεστε σαν πρόσφυγες σε καΐκι, νευριάζετε και μετά σας φταίμε κι εμείς "του δημοσίου". Λοιπόν ε, στο λέω για τελευταία φορά: ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΗΜΟΣΙΟ!! Και μη ρωτήσεις από πότε, εδώ και δέκα χρόνια είμαστε ΑΕ οπότε πάρε το υφάκι "εγώ σας πληρώνω" και κούμπωσέ το στη σούφρα σου. 
Εν τω μεταξύ η κατάσταση με τα οικονομικά της χώρας έχει γίνει ανέκδοτο. Είναι το τρίτο φθινόπωρο που λέμε "καλά ε, αυτός ο χειμώνας θα είναι ο δυσκολότερος όλων" ή "δε μπορεί, τώρα θα χρεωκοπήσουμε, πόσο ν' αντέξουμε". Και βλέπεις κανονικά να παίρνουμε τα γαμοδάνεια, να τρέχουμε σα μαλάκες να πληρώσουμε τα χαράτσια μη μας μαλώσουνε τα αφεντικά μας και μετά να μας φταίνε οι Πακιστανοί, οι Εβραίοι και οι Φρουροί της Ιερής Λόγχης (από τους πιο εμπνευσμένους τίτλους του Λιακό). Μοιάζει η Ελλάδα σαν εκείνες τις γριές που όλο είναι να πεθάνουνε και λες "τίναχ'τα μαρή, δε μας λυπάσαι;" κι όλο τη σκαπουλάρουνε και ζούνε δυο ζωές ακόμα στα καπάκια. Ναι αλλά δεν είναι ζωή αυτή, μαντάμ. Όλο κρεβάτι και φάρμακα, βαρεθήκαμε να σου αλλάζουμε τα σλιπάντ. Ή κακάρωσ' τα ή πάρε στουπί και μολότωφ και κάν' τα μουνί όλα. Αλλιώς μούγκα και βάλε αντένα, αρχινάει το τούρκικο. 
Άλλη παπαριά αυτή. Πάνω που λες γλιτώσαμε από τη Ζωή της άλλης και τα υπόλοιπα διαμάντια της μικρής οθόνης, σου σκάνε άλλα, χειρότερα και σε μια γλώσσα που μοιάζει να λέει "σιχτήρ, τσογλάν, τζερεμέ χανούμ!". Όχι φιλαράκι, δεν είμαι εθνικιστής ή κάτι τέτοιο αλλά κάτι τέτοια βλέπουνε αυτοί και αρχίζουν για οργανωμένα σχέδια εξόντωσης του ελληνικού λαού (που κατά τ' άλλα δε μασάει τ' αρχίδια του) και του ελληνικού πολιτισμού (γιατί πριν τα τούρκικα σήριαλ, όλοι μελετούσαμε Ηράκλειτο τα απογεύματα) και ξεκινάνε τα "πατριωτικά". Πατριωτικά που λέει ο λόγος δηλαδή, γιατί όλο με τους αλλοδαπούς και τους αριστερούς τα έχουνε, κανέναν πασόκο, κανέναν δωσίλογο, κανέναν επαγγελματία ανθέλληνα ούτε κατά διάνοια να πάνε να του σμπαραλιάσουν το γραφείο και να του ανοίξουν το κεφάλι, γιατί άραγες; 
Τέλος πάντων, είναι από εκείνα τα (άν)αρθρα που αν συνεχίσω να γράφω θα με πάρει το πρωί οπότε εδώ κάπου βάζω τελεία. Καλή σας νύχτα, καλό ξημέρωμα και φιλιά στο Καρπενήσι που μας ακούει (τόινκ)!

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Το Ταξίδι ενός Συνδετήρα


     Πολλές φορές, ακόμη και τα πιο μικρά αντικείμενα κρύβουν μέσα τους μια μεγάλη ιστορία. Δε φαίνεται με την πρώτη ματιά αλλά αν τα δεις πιο προσεκτικά, μπορείς να παρατηρήσεις -αν διαθέτεις βέβαια και την απαιτούμενη φαντασία- όλα εκείνα τα γεγονότα που παλιώνουν, αλλάζουν ή καταστρέφουν ένα αντικείμενο. Κι εγώ κρατούσα στα χέρια μου έναν, αν μη τι άλλο, γενναίο ταξιδευτή.
     Το ταξίδι του άρχισε πολλά χρόνια πριν από άγνωστη αφετηρία και δε σταμάτησε σχεδόν ποτέ. Σαν μεταλλική ακρίδα πετούσε από γραφείο σε γραφείο, από υπηρεσία σε υπηρεσία, γαντζωνόταν στα χέρια υπαλλήλων, λογιστών και πελατών για να αναλάβει το απλό, αιώνιο και τυπικό καθήκον του, αυτό της επισύναψης εγγράφων. Όντας παλιάς κατασκευής, ήταν γερός και δε λύγιζε εύκολα, ήταν έτσι προορισμένος για πιο απαιτητικές δουλειές απ’ ότι οι μικρόσωμοι όμοιοί του που λύγιζαν με την παραμικρή πίεση. Φυλασσόταν γι’ αυτό το λόγο στο συρτάρι του εκάστοτε υπαλλήλου προσεκτικά, μακριά από τα αδηφάγα βλέμματα των «ελαφροχέρηδων» συναδέλφων, περιμένοντας την καινούρια του αποστολή.
     Όταν δεν ξεκουραζόταν σε κάποιο συρτάρι ή στο αρχείο, ταξίδευε σε εφορίες, τράπεζες και γραφεία, συνοδεύοντας σημαντικά έγγραφα, με όσο γίνεται περισσότερη ασφάλεια, πεταγόταν βιαστικά από τον υπάλληλο στην άκρη του γραφείου και πολλές φορές ξεχνιόταν εκεί, σε νέο «σπίτι», με καινούριους «συγκατοίκους». Άλλοτε θα άλλαζε τρεις ή τέσσερις προορισμούς σε μια μέρα, άλλοτε θα έμενε στο ίδιο μέρος για μήνες. Είχε γνωρίσει από κοντά όλη την οικονομία και τη γραφειοκρατική ιστορία του νησιού, συμβόλαια, συμβάσεις, έντυπα πληρωμής, ασφάλειες, όλα είχαν περάσει από το λεπτό μεταλλικό του σώμα για να μεταβούν σε μια υπηρεσία, σε κάποιο γραφείο μέσα στην πόλη.
     Χιλιάδες χέρια τον είχαν αγγίξει. Χοντροκομμένα δάχτυλα μεσήλικων προϊσταμένων,  λεπτά παγωμένα χεράκια νεόκοπων λογιστριών, ιδρωμένες παλάμες κυριών, πασαλειμμένες με ενυδατικές κρέμες και ψίχουλα τυρόπιτας. Κι όμως κανένας δεν του έδινε σημασία, όνομα, κάποια ιδιαίτερη προσοχή. Ήταν κι αυτός ένας μικρός, άψυχος υπάλληλος. Δεν τσιμπούσε, όπως οι καρφίτσες, δε χαλούσε όπως τα συρραπτικά, δεν κοβόταν όπως τα λάστιχα, μόνο έκανε τη δουλειά του απλά και σιωπηλά και υπάκουε σε κάθε καινούριο του αφεντικό.
     Σε μια δύσκολη μέρα με πολύ κόσμο, τέλος ή αρχή του μήνα ίσως, θα γλίστρησε από τα χέρια κάποιου υπαλλήλου κι έπεσε στο πάτωμα, στο τέρμα του γραφείου, κάτω από το βαρύ μεταλλικό συρτάρι. Εκεί, μακριά από τη σκούπα της καθαρίστριας και τα χιλιάδες βιαστικά χέρια, αφέθηκε να ξεκουραστεί στη βρώμικη, σκοτεινή γωνιά του για μήνες, χρόνια ίσως, μέχρι που μια μέρα έπεσε κοντά του ένα κέρμα και έσκυψα να το πιάσω. Ασυναίσθητα τον έκρυψα κι εκείνον στη χούφτα μου, να μην πάει χαμένος, σκέφτηκα και τον έβαλα στο συρτάρι μαζί με τους υπόλοιπους. 
     Άξαφνα βρέθηκε σε μια μεγάλη «παρέα» μετά από τόσο καιρό, μαθημένος στην ησυχία και το βαθύ σκοτάδι. Σκουριασμένος από τα χρόνια και ελαφρώς στραβωμένος, στεκόταν ανάμεσα στους νέους «συναδέλφους» του με τα χρωματιστά πλαστικά καλύμματα, παράταιρος και μόνος. Με τον καιρό, κρύφτηκε διακριτικά στην άκρη του συρταριού, να μην ενοχλεί με το παλιομοδίτικο παρουσιαστικό του. Χωρίς να το ‘χα σκεφτεί ποτέ, δεν τον έβγαζα από το συρτάρι και προτιμούσα να δουλεύω με τους πιο καινούριους από αυτόν, ίσως από ένα περίεργο είδος σεβασμού. 
      Κάποια μέρα, λίγο πριν το σχόλασμα, πετάχτηκε μπροστά μου ο Στάθης, από τον τρίτο. Βιαζόταν να παραδώσει ένα αντίγραφο σύμβασης σε κάποιον πελάτη και μου ζήτησε φουριόζος «ένα συνδετήρα, όχι απ’ αυτούς, λίγο πιο μεγάλο». Έκρυψα στο χέρι μου το σκουριασμένο μου φίλο και καθώς άνοιξα την παλάμη μου, ένιωσα λες και είδα έναν από αυτούς τους παλιούς υπαλλήλους, τους ήσυχους, που δουλεύουν συνήθως σε μεγάλες υπηρεσίες και κανείς δεν ξέρεις σχεδόν τίποτα γι’ αυτούς, που είναι αθόρυβοι και ακούραστοι και δεν παίρνουν σύνταξη παρά μόνο σαν έχουν φτάσει σε προχωρημένη ηλικία. «Τέλειωνε ρε», φώναξε ανυπόμονος ο Στάθης και σκέφτηκα ότι ίσως αυτός ο μικρός γεράκος που κρατούσα στα χέρια μου να λαχταρούσε να ζήσει μια ακόμη περιπέτεια. Άπλωσα το χέρι μου και, καθώς τον άφηνα στην παλάμη του Στάθη, του ψιθύρισα χαμηλόφωνα «καλό ταξίδι»…

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

Ελληνικό καλοκαίρι

Έχω την τύχη τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής μου να περνάω τα καλοκαίρια μου στην Ελλάδα. Ναι, μην το γελάτε. Εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο θεωρούν πολυτέλεια να το ζήσουν αυτό και μάλιστα δαπανούν μεγάλα ποσά για να περάσουν λίγες μέρες στο Ελλάντα. Κι όμως, εγώ και οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζω, ανάμεσά τους κι εσείς, ζούμε κάθε χρόνο από πιτσιρίκια αυτό το μεγάλο, όμορφο, αστείο και μεγαλειώδες διάλειμμα του έτους.
Κι είναι πολλά πράγματα το ελληνικό καλοκαίρι. Είναι ταξίδια, αναπάντεχα σε μικρά φιατάκια και συγκοινωνίες. Είναι μικρές, ανώνυμες παραλίες σε άσχετα μέρη, κουτάκια μπύρας και γόπες σε μυστικές βραδινές συνεστιάσεις. Είναι ο έρωτας, παντού και πάντα, "δι' ασήμαντον αφορμήν". Ένα τυχαίο ανασήκωμα μιας φούστας, ένας ιδρωμένος λαιμός. Ένα στιγμιαίο βλέμμα που θα 'θελες να κρατήσει για πάντα. 
Το καλοκαίρι είναι φραπέδες, νεύρα, καθυστερήσεις. Σχέδια και καύσωνας, πυρκαγιές, ρεπορτάζ σε παραλίες. Βραδινές εξομολογήσεις σε ανεμιστήρες και φτηνά ρούχα, φτιαγμένα να κρατήσουν ακριβώς τόσο: Ένα καλοκαίρι.
Καλοκαίρι στην Ελλάδα θα έπρεπε να σημαίνει φως, γαλήνη και γέλιο. Οι θεοί του Ολύμπου να τεμπελιάζουν σε μια παραλία κι οι μεγάλοι, διαχρονικοί Έλληνες ποιητές πιο 'κει να προσπαθούν μάταια να μάθουν να παίζουν κιθάρα. 
Καλοκαίρι σημαίνει να μένεις για πάντα παιδί και να φτιάχνεις με δυο βότσαλα μια ολόκληρη ιστορία. Να ιδρώνεις περιμένοντας το σωτήριο αεράκι και να μετράς τις αναπνοές σου. Να κυνηγάς μύγες με εφημερίδες και να λύνεις σταυρόλεξα φτιάχνοντας δικές σου λέξεις. Να διαβάζεις Ζωρζ Σαρή λες κι είσαι ακόμα δώδεκα χρονών.
Καλοκαίρι σημαίνει να ξεχνιέσαι στη βεράντα το σούρουπο και να παρατηρείς, χωρίς να το παραδέχεσαι, να ομορφαίνει μέσα στο ημίφως η πόλη που όλη μέρα έβριζες και να γίνεται μια γοητευτική γυναίκα που γδύνεται για να πέσει στο κρεβάτι. Καλοκαίρι είναι οι συναυλίες που δεν πήγες, οι αγάπες που περιμένεις και η οσμή του φθινοπώρου στα φύλλα. Οι φωτογραφίες των φίλων και τα ξεθωριασμένα μαγιό. Τα τραγικά λάθη σου, που σου θυμίζουν τι όμορφο πράγμα είναι να είσαι  και να φέρεσαι σαν νέος. 
Και, φυσικά, καλοκαίρι είναι τα σχέδια για το επόμενο καλοκαίρι