Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Τελευταίες μέρες του μήνα


Πέρασαν επιτέλους εκείνες οι ανιαρές μέρες που δεν κάναμε τίποτα σχεδόν στο κατάστημα κι έφτασε η όμορφη, ζωηρή περίοδος των πληρωμών, στο τέλος του μήνα. Η κρύα, άδεια αίθουσα της τράπεζας γέμισε από τα γέλια και τις χαρούμενες φωνές των πελατών που ήρθαν να πληρώσουν τις εισφορές τους στην εφορία. Οι εφοριακοί αποφάσισαν -για να μας ευχαριστήσουν για τη συνεισφορά μας- να απεργήσουν την τελευταία μέρα της προθεσμίας, παραχωρώντας έτσι με αυταπάρνηση όλους τους φορολογούμενους σε εμάς. Έτσι σε κάποια στιγμή ήταν τόσος πολύς ο κόσμος μέσα στην τράπεζα που αν στριμώχνονταν λίγο ακόμη –είχε και ζέστη-μπορεί να έβγαζαν και λάδι.
Ο κόσμος έδειχνε να αγωνιά για το αν προλάβουμε να μαζέψουμε και τα 11,5 δις της “Τρώει-cash” και περίμενε με ανυπομονησία για να πληρώσει. Μερικοί, οι πιο ευσυνείδητοι, από την πολλή αγωνία έμπαιναν στη ζούλα εκτός σειράς για να πληρώσουν και να σωθεί η πατρίδα πιο γρήγορα. Οι άλλοι σαν να μην έφτανε που περίμεναν με το πάσο τους για να πληρώσουν -λες και έχουμε καιρό για χάσιμο- είχαν το θράσος να τους τη λένε κι από πάνω, επειδή τόλμησαν να μπουν εκτός σειράς για το καλό της χώρας.
Οι πελάτες, την ώρα που περίμεναν, δεν παρέλειψαν να δείξουν πόσο προοδευτικοί και δημοκρατικοί είναι σε θρησκευτικά θέματα, αναφωνώντας κάθε λίγο «τέλειωνε, γαμώ την Παναγία σου». Επιπλέον, δεν έχαναν την ευκαιρία να κράξουν την κυβέρνηση που ήρθε στα καλά καθούμενα και κατσικώθηκε στη χώρα μας και μας τα έκανε μαντάρα, οδηγώντας με στο συμπέρασμα ότι όλη η πόλη ψήφισε ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΚΚΕ και ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ και καμία σχέση δεν είχαν ποτέ με τους δοσίλογους της συγκυβέρνησης. Συγκλονιστικό.
Αυτά συνέβησαν τις τελευταίες μέρες της προθεσμίας πληρωμής αλλά και τις πρώτες μέρες του μήνα όπου πληρώνονται οι συντάξεις. Η εικόνα των Ελλήνων πολιτών και συναλλασσόμενων αυτές τις μέρες είναι τελείως διαφορετική από εκείνη των ημερών πριν τις εκλογές. Τότε έρχονταν όλοι τσαμπουκαλεμένοι, με τον αέρα του παραλή μεγαλοαστού, να σηκώσουν τις –παχυλές πολλές φορές- καταθέσεις τους από φόβο μη γυρίσουμε στη δραχμή. Που να γυρίσουμε στη μνα, γαμώ το κέρατό μου. Όλη η απόγνωση του χειμώνα, η αίσθηση της απόρριψης, της αδικίας, της ανάγκης για υγιή αντίδραση και αντίσταση έγινε «μωρέ φέρε εδώ τα φράγκα και να πα’ να γαμηθεί». Τώρα, έχουμε ξανά τα ίδια. Να τρέξουμε να πληρώσουμε, μη μας κάνουνε ντα. Να γκρινιάξουμε μόνο και μόνο για να γκρινιάξουμε. Και, φυσικά, να ξεσπάσουμε στο διπλανό, εκείνον που είναι στην ίδια –μην πω χειρότερη- θέση από μας και είναι εύκαιρος για να τ’ ακούσει ή και να τις μαζέψει.
Ωραία τα κάναμε. Ή, μάλλον, ΔΕΝ τα κάναμε. Απλά τα αφήσαμε να γίνουν. Προτιμήσαμε τον καναπέ μας, την τηλεόραση, να κοιτάμε «τη δουλειά μας» και «δε βαριέσαι»… Και φτάσαμε στο απόγειο της εθνικής ξεφτίλας και στο κατώφλι του φασισμού. Βέβαια, δεν έχει πλέον και πολύ νόημα να το αναλύουμε. Αλλά και η αδράνεια κάνει πολύ κακό. Αυτό που παρατηρώ τόσα χρόνια από το ταπεινό μου πόστο είναι ότι ο Έλληνας έχει πρόβλημα μόνο με τα στραβά του άλλου. Δεν ξέρω πόσο παλιά είναι αυτή η διαπίστωση. Πχ, στο ταμείο, κάποιος που θα μπει εκτός σειράς θα δικαιολογηθεί  λέγοντας ότι «σιγά μωρέ, αφού κανείς δεν ερχόταν». Ο ίδιος άνθρωπος, αν μπει άλλος εκτός σειράς είναι ικανός να πέσει πάνω του να τον φάει. Το ίδιο και με τις ταυτότητες. Αν δεν έχει κάποιος ταυτότητα και θέλει να πάρει εκατό ευρώ, θα επιχειρηματολογήσει «σιγά μωρέ πώς κάνετε έτσι για εκατό ευρώ;». Μπορείτε να φανταστείτε πώς θα κάνει αν διαπιστώσει ότι από το βιβλιάριό του λείπουν εκατό ευρώ.
Τώρα ήρθαν πάλι οι ήσυχες μέρες. Αυτές που όλοι λένε «μα, πώς και δεν έχετε κόσμο σήμερα;» κι ας είναι τον περισσότερο καιρό έτσι τα πράγματα. Απλά έχουν μάθει να έρχονται όλοι τις πρώτες ή τις τελευταίες μέρες του μήνα. Ασήμαντες λεπτομέρειες, θα μου πείτε, αλλά δείχνουν επακριβώς τον τρόπο που σκεφτόμαστε σαν λαός. Αν μου ζητούσε ένας ξένος να περιγράψω τον τρόπο σκέψης μας, αυτά τα περιστατικά θα του έλεγα. Κι αν κάτσεις να το σκεφτείς, λέει πολλά και για την κατάσταση που βρισκόμαστε αλλά, δυστυχώς και για το μέλλον μας...



Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Σκέψεις Φθινοπωρινού Λυρισμού

Έφτασε λοιπόν και το φθινόπωρο με τα ωραία χρώματα και τη γλυκιά μελαγχολία. Κοιτάζεις με νοσταλγία τις καλοκαιρινές φωτογραφίες στο facebook -παπάρια, κάναν κώλο κοιτάς να βρεις- και βγάζεις σιγά σιγά τις ζακέτες και τις κουβερτούλες από την ντουλάπα. Στο μεταξύ υπάρχουν και οι ξαφνικές μεταπτώσεις του καιρού οπότε μπορεί να κοιμηθείς με κουβερτούλα το βράδυ και να ξυπνήσεις μπλιόντα (κοζανίτικο, σημαίνει μούσκεμα) στον ιδρώτα αλλά μπορεί και να κοιμηθείς με το μποξεράκι και να ξυπνήσεις στο σκηνικό από το "Βαρομετρικό Χαμηλό", δίπλα στο Σταλόνε.
Στη δουλειά, πάλι, δε συμβαίνει απολύτως τίποτα. Ο Σεπτέμβρης, άλλωστε, γνωστός για την αδράνειά του, θεωρείται από τους πιο χαλαρούς μήνες. Εσύ όμως -ναι ρε σε σένα μιλάω!- που έχεις να πληρώσεις την εφορία σου ή οτιδήποτε άλλο μην κάνεις την ίδια μαλακία που κάνετε όλοι κι έρθεις τις δυο τελευταίες μέρες της προθεσμίας! Ρε, δεν πάτε καλά! Μπορείτε να έρθετε ΟΛΟ ΤΟ ΜΗΝΑ να τελειώσετε με τις υποχρεώσεις σας σε δέκα λεπτά κι αντ' αυτού, έρχεστε τελευταία μέρα, στιβάζεστε σαν πρόσφυγες σε καΐκι, νευριάζετε και μετά σας φταίμε κι εμείς "του δημοσίου". Λοιπόν ε, στο λέω για τελευταία φορά: ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΔΗΜΟΣΙΟ!! Και μη ρωτήσεις από πότε, εδώ και δέκα χρόνια είμαστε ΑΕ οπότε πάρε το υφάκι "εγώ σας πληρώνω" και κούμπωσέ το στη σούφρα σου. 
Εν τω μεταξύ η κατάσταση με τα οικονομικά της χώρας έχει γίνει ανέκδοτο. Είναι το τρίτο φθινόπωρο που λέμε "καλά ε, αυτός ο χειμώνας θα είναι ο δυσκολότερος όλων" ή "δε μπορεί, τώρα θα χρεωκοπήσουμε, πόσο ν' αντέξουμε". Και βλέπεις κανονικά να παίρνουμε τα γαμοδάνεια, να τρέχουμε σα μαλάκες να πληρώσουμε τα χαράτσια μη μας μαλώσουνε τα αφεντικά μας και μετά να μας φταίνε οι Πακιστανοί, οι Εβραίοι και οι Φρουροί της Ιερής Λόγχης (από τους πιο εμπνευσμένους τίτλους του Λιακό). Μοιάζει η Ελλάδα σαν εκείνες τις γριές που όλο είναι να πεθάνουνε και λες "τίναχ'τα μαρή, δε μας λυπάσαι;" κι όλο τη σκαπουλάρουνε και ζούνε δυο ζωές ακόμα στα καπάκια. Ναι αλλά δεν είναι ζωή αυτή, μαντάμ. Όλο κρεβάτι και φάρμακα, βαρεθήκαμε να σου αλλάζουμε τα σλιπάντ. Ή κακάρωσ' τα ή πάρε στουπί και μολότωφ και κάν' τα μουνί όλα. Αλλιώς μούγκα και βάλε αντένα, αρχινάει το τούρκικο. 
Άλλη παπαριά αυτή. Πάνω που λες γλιτώσαμε από τη Ζωή της άλλης και τα υπόλοιπα διαμάντια της μικρής οθόνης, σου σκάνε άλλα, χειρότερα και σε μια γλώσσα που μοιάζει να λέει "σιχτήρ, τσογλάν, τζερεμέ χανούμ!". Όχι φιλαράκι, δεν είμαι εθνικιστής ή κάτι τέτοιο αλλά κάτι τέτοια βλέπουνε αυτοί και αρχίζουν για οργανωμένα σχέδια εξόντωσης του ελληνικού λαού (που κατά τ' άλλα δε μασάει τ' αρχίδια του) και του ελληνικού πολιτισμού (γιατί πριν τα τούρκικα σήριαλ, όλοι μελετούσαμε Ηράκλειτο τα απογεύματα) και ξεκινάνε τα "πατριωτικά". Πατριωτικά που λέει ο λόγος δηλαδή, γιατί όλο με τους αλλοδαπούς και τους αριστερούς τα έχουνε, κανέναν πασόκο, κανέναν δωσίλογο, κανέναν επαγγελματία ανθέλληνα ούτε κατά διάνοια να πάνε να του σμπαραλιάσουν το γραφείο και να του ανοίξουν το κεφάλι, γιατί άραγες; 
Τέλος πάντων, είναι από εκείνα τα (άν)αρθρα που αν συνεχίσω να γράφω θα με πάρει το πρωί οπότε εδώ κάπου βάζω τελεία. Καλή σας νύχτα, καλό ξημέρωμα και φιλιά στο Καρπενήσι που μας ακούει (τόινκ)!

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Το Ταξίδι ενός Συνδετήρα


     Πολλές φορές, ακόμη και τα πιο μικρά αντικείμενα κρύβουν μέσα τους μια μεγάλη ιστορία. Δε φαίνεται με την πρώτη ματιά αλλά αν τα δεις πιο προσεκτικά, μπορείς να παρατηρήσεις -αν διαθέτεις βέβαια και την απαιτούμενη φαντασία- όλα εκείνα τα γεγονότα που παλιώνουν, αλλάζουν ή καταστρέφουν ένα αντικείμενο. Κι εγώ κρατούσα στα χέρια μου έναν, αν μη τι άλλο, γενναίο ταξιδευτή.
     Το ταξίδι του άρχισε πολλά χρόνια πριν από άγνωστη αφετηρία και δε σταμάτησε σχεδόν ποτέ. Σαν μεταλλική ακρίδα πετούσε από γραφείο σε γραφείο, από υπηρεσία σε υπηρεσία, γαντζωνόταν στα χέρια υπαλλήλων, λογιστών και πελατών για να αναλάβει το απλό, αιώνιο και τυπικό καθήκον του, αυτό της επισύναψης εγγράφων. Όντας παλιάς κατασκευής, ήταν γερός και δε λύγιζε εύκολα, ήταν έτσι προορισμένος για πιο απαιτητικές δουλειές απ’ ότι οι μικρόσωμοι όμοιοί του που λύγιζαν με την παραμικρή πίεση. Φυλασσόταν γι’ αυτό το λόγο στο συρτάρι του εκάστοτε υπαλλήλου προσεκτικά, μακριά από τα αδηφάγα βλέμματα των «ελαφροχέρηδων» συναδέλφων, περιμένοντας την καινούρια του αποστολή.
     Όταν δεν ξεκουραζόταν σε κάποιο συρτάρι ή στο αρχείο, ταξίδευε σε εφορίες, τράπεζες και γραφεία, συνοδεύοντας σημαντικά έγγραφα, με όσο γίνεται περισσότερη ασφάλεια, πεταγόταν βιαστικά από τον υπάλληλο στην άκρη του γραφείου και πολλές φορές ξεχνιόταν εκεί, σε νέο «σπίτι», με καινούριους «συγκατοίκους». Άλλοτε θα άλλαζε τρεις ή τέσσερις προορισμούς σε μια μέρα, άλλοτε θα έμενε στο ίδιο μέρος για μήνες. Είχε γνωρίσει από κοντά όλη την οικονομία και τη γραφειοκρατική ιστορία του νησιού, συμβόλαια, συμβάσεις, έντυπα πληρωμής, ασφάλειες, όλα είχαν περάσει από το λεπτό μεταλλικό του σώμα για να μεταβούν σε μια υπηρεσία, σε κάποιο γραφείο μέσα στην πόλη.
     Χιλιάδες χέρια τον είχαν αγγίξει. Χοντροκομμένα δάχτυλα μεσήλικων προϊσταμένων,  λεπτά παγωμένα χεράκια νεόκοπων λογιστριών, ιδρωμένες παλάμες κυριών, πασαλειμμένες με ενυδατικές κρέμες και ψίχουλα τυρόπιτας. Κι όμως κανένας δεν του έδινε σημασία, όνομα, κάποια ιδιαίτερη προσοχή. Ήταν κι αυτός ένας μικρός, άψυχος υπάλληλος. Δεν τσιμπούσε, όπως οι καρφίτσες, δε χαλούσε όπως τα συρραπτικά, δεν κοβόταν όπως τα λάστιχα, μόνο έκανε τη δουλειά του απλά και σιωπηλά και υπάκουε σε κάθε καινούριο του αφεντικό.
     Σε μια δύσκολη μέρα με πολύ κόσμο, τέλος ή αρχή του μήνα ίσως, θα γλίστρησε από τα χέρια κάποιου υπαλλήλου κι έπεσε στο πάτωμα, στο τέρμα του γραφείου, κάτω από το βαρύ μεταλλικό συρτάρι. Εκεί, μακριά από τη σκούπα της καθαρίστριας και τα χιλιάδες βιαστικά χέρια, αφέθηκε να ξεκουραστεί στη βρώμικη, σκοτεινή γωνιά του για μήνες, χρόνια ίσως, μέχρι που μια μέρα έπεσε κοντά του ένα κέρμα και έσκυψα να το πιάσω. Ασυναίσθητα τον έκρυψα κι εκείνον στη χούφτα μου, να μην πάει χαμένος, σκέφτηκα και τον έβαλα στο συρτάρι μαζί με τους υπόλοιπους. 
     Άξαφνα βρέθηκε σε μια μεγάλη «παρέα» μετά από τόσο καιρό, μαθημένος στην ησυχία και το βαθύ σκοτάδι. Σκουριασμένος από τα χρόνια και ελαφρώς στραβωμένος, στεκόταν ανάμεσα στους νέους «συναδέλφους» του με τα χρωματιστά πλαστικά καλύμματα, παράταιρος και μόνος. Με τον καιρό, κρύφτηκε διακριτικά στην άκρη του συρταριού, να μην ενοχλεί με το παλιομοδίτικο παρουσιαστικό του. Χωρίς να το ‘χα σκεφτεί ποτέ, δεν τον έβγαζα από το συρτάρι και προτιμούσα να δουλεύω με τους πιο καινούριους από αυτόν, ίσως από ένα περίεργο είδος σεβασμού. 
      Κάποια μέρα, λίγο πριν το σχόλασμα, πετάχτηκε μπροστά μου ο Στάθης, από τον τρίτο. Βιαζόταν να παραδώσει ένα αντίγραφο σύμβασης σε κάποιον πελάτη και μου ζήτησε φουριόζος «ένα συνδετήρα, όχι απ’ αυτούς, λίγο πιο μεγάλο». Έκρυψα στο χέρι μου το σκουριασμένο μου φίλο και καθώς άνοιξα την παλάμη μου, ένιωσα λες και είδα έναν από αυτούς τους παλιούς υπαλλήλους, τους ήσυχους, που δουλεύουν συνήθως σε μεγάλες υπηρεσίες και κανείς δεν ξέρεις σχεδόν τίποτα γι’ αυτούς, που είναι αθόρυβοι και ακούραστοι και δεν παίρνουν σύνταξη παρά μόνο σαν έχουν φτάσει σε προχωρημένη ηλικία. «Τέλειωνε ρε», φώναξε ανυπόμονος ο Στάθης και σκέφτηκα ότι ίσως αυτός ο μικρός γεράκος που κρατούσα στα χέρια μου να λαχταρούσε να ζήσει μια ακόμη περιπέτεια. Άπλωσα το χέρι μου και, καθώς τον άφηνα στην παλάμη του Στάθη, του ψιθύρισα χαμηλόφωνα «καλό ταξίδι»…

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

Ελληνικό καλοκαίρι

Έχω την τύχη τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής μου να περνάω τα καλοκαίρια μου στην Ελλάδα. Ναι, μην το γελάτε. Εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο θεωρούν πολυτέλεια να το ζήσουν αυτό και μάλιστα δαπανούν μεγάλα ποσά για να περάσουν λίγες μέρες στο Ελλάντα. Κι όμως, εγώ και οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζω, ανάμεσά τους κι εσείς, ζούμε κάθε χρόνο από πιτσιρίκια αυτό το μεγάλο, όμορφο, αστείο και μεγαλειώδες διάλειμμα του έτους.
Κι είναι πολλά πράγματα το ελληνικό καλοκαίρι. Είναι ταξίδια, αναπάντεχα σε μικρά φιατάκια και συγκοινωνίες. Είναι μικρές, ανώνυμες παραλίες σε άσχετα μέρη, κουτάκια μπύρας και γόπες σε μυστικές βραδινές συνεστιάσεις. Είναι ο έρωτας, παντού και πάντα, "δι' ασήμαντον αφορμήν". Ένα τυχαίο ανασήκωμα μιας φούστας, ένας ιδρωμένος λαιμός. Ένα στιγμιαίο βλέμμα που θα 'θελες να κρατήσει για πάντα. 
Το καλοκαίρι είναι φραπέδες, νεύρα, καθυστερήσεις. Σχέδια και καύσωνας, πυρκαγιές, ρεπορτάζ σε παραλίες. Βραδινές εξομολογήσεις σε ανεμιστήρες και φτηνά ρούχα, φτιαγμένα να κρατήσουν ακριβώς τόσο: Ένα καλοκαίρι.
Καλοκαίρι στην Ελλάδα θα έπρεπε να σημαίνει φως, γαλήνη και γέλιο. Οι θεοί του Ολύμπου να τεμπελιάζουν σε μια παραλία κι οι μεγάλοι, διαχρονικοί Έλληνες ποιητές πιο 'κει να προσπαθούν μάταια να μάθουν να παίζουν κιθάρα. 
Καλοκαίρι σημαίνει να μένεις για πάντα παιδί και να φτιάχνεις με δυο βότσαλα μια ολόκληρη ιστορία. Να ιδρώνεις περιμένοντας το σωτήριο αεράκι και να μετράς τις αναπνοές σου. Να κυνηγάς μύγες με εφημερίδες και να λύνεις σταυρόλεξα φτιάχνοντας δικές σου λέξεις. Να διαβάζεις Ζωρζ Σαρή λες κι είσαι ακόμα δώδεκα χρονών.
Καλοκαίρι σημαίνει να ξεχνιέσαι στη βεράντα το σούρουπο και να παρατηρείς, χωρίς να το παραδέχεσαι, να ομορφαίνει μέσα στο ημίφως η πόλη που όλη μέρα έβριζες και να γίνεται μια γοητευτική γυναίκα που γδύνεται για να πέσει στο κρεβάτι. Καλοκαίρι είναι οι συναυλίες που δεν πήγες, οι αγάπες που περιμένεις και η οσμή του φθινοπώρου στα φύλλα. Οι φωτογραφίες των φίλων και τα ξεθωριασμένα μαγιό. Τα τραγικά λάθη σου, που σου θυμίζουν τι όμορφο πράγμα είναι να είσαι  και να φέρεσαι σαν νέος. 
Και, φυσικά, καλοκαίρι είναι τα σχέδια για το επόμενο καλοκαίρι


Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Μια από εκείνες τις μέρες

     Την προηγούμενη βδομάδα είχα μια από εκείνες τις μέρες. Εκείνες τις μέρες όπου όλοι συμπεριφέρονται παράξενα, σκοτεινά, σχεδόν εχθρικά. Για κάποιο λόγο, όσο γρήγορα κι αν δουλεύαμε, η αίθουσα δεν άδειαζε με τίποτα, απεναντίας ο κόσμος αυξανόταν. Έπειτα ήταν τα βλέμματα. Είχαν όλοι ένα βλέμμα σχεδόν σαρκοβόρο, λες και κάτι τους είχαν ποτίσει. Λίγο το ότι είχαν να κάνουν με χρήματα, λίγο η αγανάκτηση της αναμονής και η γενικότερη αβεβαιότητα, σου έδιναν την εντύπωση ότι με την παραμικρή αφορμή θα γινόταν μακελειό εκεί μέσα. 
         Ήταν από εκείνες τις μέρες όπου όλοι βιάζονταν για κάτι. Όλες οι νοικοκυρές είχαν αφήσει το φαγητό στη φωτιά, όλοι οι γονείς δεν είχαν που να αφήσουν τα παιδιά τους και τα άφηναν να σκούζουν και να τρέχουν από δω κι από κει, οι παππούδες όλοι είχαν βαριές ασθένειες ενώ μέχρι χτες έπιναν τσίπουρα και βρίζανε στο καφενείο και φυσικά όλοι οι επιχειρηματίες έπρεπε να τελειώσουν αμέσως τη δουλειά τους ενώ τις άλλες μέρες σκάγανε κατά τις 2.25 και πήγαιναν χαλαροί λες κι εμείς θα δουλεύαμε για πάρτη τους μέχρι τις δέκα το βράδυ.
         Ήταν από εκείνες τις μέρες που σχεδόν ντρέπομαι για την κατά τ' άλλα περήφανη φυλή μας. Γιατί περήφανοι είμαστε αλλά όπου μας παίρνει. Όταν είναι όμως να εξυπηρετηθούμε γρήγορα δε σκεφτόμαστε την περηφάνια μας αλλά κοιτάμε να χωθούμε μπροστά όπως όπως σαν τα ποντίκια. Όταν βιαζόμαστε κοιτάμε να μπούμε στη ζούλα μπροστά κι ας πάνε να πνιγούνε οι άλλοι. Μπορεί να σας φαίνονται ασήμαντα όλα αυτά αλλά στην ουσία είναι ένα ψυχογράφημα ενός λαού όλο αυτό. Μια χαρά τα λέμε στη θεωρία αλλά στην ανάγκη γινόμαστε παρτάκηδες και μάλιστα σε ακραίο βαθμό. Και φυσικά όταν το κάνουμε εμείς αυτό είμαστε ωραίοι και μάγκες, όταν το κάνουν άλλοι όμως είναι τσογλάνια και κατώτερα όντα, απολίτιστα. Κι ας κάναμε εμείς πριν λίγο το ίδιο! Τι άλλο να πεις!
            Ήταν από εκείνες τις μέρες που νιώθεις λίγο πολύ σαν ένα μουνί. Όχι όμως ένα περιποιημένο, ποθητό μουνί αλλά περισσότερο σαν μια τρύπα βρώμικη, αηδιαστική αλλά βολική. Όλοι οι "γνωστοί" των στελεχών που δεν ήθελαν να μπλέξουν με την πλέμπα, έμπαιναν από τα πλάγια, γαμούσαν κι έφευγαν. Όλα στο πόδι, όλα πρόχειρα. Όλα γρήγορα και δε βαριέσαι. Αν μετά εσύ -το μουνί- κολλήσεις καμιά αρρώστια ή μείνεις έγκυος, ήτοι κάνεις κάποιο λάθος ή ακόμη κι έλλειμμα, κανείς δεν ευθύνεται. Κανείς δεν ξέρει τίποτα. Εσύ φταις που βιαζόσουν, εσύ φταις που δεν κρατούσες σειρά ή που ήθελες να εξυπηρετήσεις γρήγορα, εσύ τώρα θα πληρώσεις. Κι ας σε λέγανε πριν βολεμένο αρχίδι που βαριέσαι να πάρεις τα πόδια σου και τεμπελιάζεις. Τότε τουλάχιστον ήσουν αρχίδι. Τώρα είσαι ένα μουνί.
            Ήταν από εκείνες τις μέρες που σκέφτεσαι τα νεανικά σου όνειρα, την εικόνα που είχες βάλει στόχο στα δεκαεννιά σου και τώρα όχι απλά δεν της μοιάζεις αλλά έχεις γίνει μια καρικατούρα του χειρότερου εαυτού σου. Θυμάσαι που έμπαινες στα δεκαεννιά σου σε υπηρεσίες και τράπεζες, ανέμελος κι ωραίος και γελούσες με τα ανθρωπάκια του γκισέ. Και τώρα κάτι κουλ τυπάκια που κάθονται στο βάθος γελάνε μαζί σου. Γελάνε που ιδρώνεις και σκας, γελάνε που σου τη λένε οι μπαρμπάδες κι εσύ δεν απαντάς, κοίτα τον ρε τον ξεφτίλα, κάθεται και του τη λέει ο κωλόγερος κι αυτός δεν κάνει τίποτα. Γιατί αν ξεσπάσει όλο αυτό που κρύβεις μέσα σου μπορεί και να βρεις χοντρό μπελά, ως υπαλληλάκος που είσαι. Κι όλο και μικραίνει εκείνο το ξίφος της ψυχής σου, μικραίνει κι από εκεί που προοριζόταν να σφάζει εχθρούς και να μάχεται για όνειρα κι αξίες, μέχρι το σχόλασμα έχει γίνει ένα πλαστικό μαχαιράκι της πλάκας που το πολύ πολύ να κόψει καμιά σαλάτα μαζί με το μεσημεριανό. 
             Σαν εκείνη τη μέρα θα έρθουν κι άλλες. Και θα είναι όλες ίδιες, σκοτεινές κι αχνές. Κι εσύ, αντί να πιάσεις τη ροή του σύμπαντος, θα στροβιλίζεσαι μέσα στις δίνες του και θα κρατιέσαι από το γκισεδάκι σου μην πέσεις πουθενά και σε ψάχνουμε. Και πάλι θα γελάνε τα πιτσιρίκια στο βάθος.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Παππού, παππού




Αγαπητέ μου παππούλη,
Τόσα χρόνια στο ταμείο έχει δημιουργηθεί, δίχως αμφιβολία, μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ μας. Σε ξέρω, με ξέρεις, λέμε και μια καλημέρα, βρε αδερφέ. Κι όμως, η σχέση μας αυτή πέρασε από χίλια μύρια στάδια.
Στην αρχή σε πρόσεξα πολύ. Σεβάστηκα τα χρόνια σου και το όνομά σου. Σε φώναζα και με το μικρό, θυμάσαι; Για να νιώθεις πιο άνετα. Ε, εκεί κάπου μου τα γάμησες. Άρχισες τις απαιτήσεις. «Είμαι πελάτης» και «είμαι πελάτης». Οι άλλοι, ρε, τι είναι; Περαστικοί; Και κόπηκαν και τα «μικρά» και όλα. Ας πρόσεχες.
Μετά κάπου με συγκίνησες. Τι να λέμε τώρα, άλλες δεκαετίες οι δικές σας. Μάθατε να αγαπάτε, να σέβεστε το συνάνθρωπο. Και έβγαζε μια γλύκα η ηλικία σας, τη γλύκα του ανθρώπου που πλέον δεν έχει τίποτα να κρατήσει, να προφυλάξει και να φοβηθεί και έχει το χέρι απλωμένο μόνο για να δώσει. Μου έδινες από την πενιχρή σου σύνταξη τα ένα-δύο ευρώ και μάλιστα επέμενες να τα πάρω. Στην αρχή ντρεπόμουν, μετά ντρεπόμουν αλλά μ’ άρεσε κιόλας.
Πάντα έκανα γούστο να χαζεύω την ταυτότητά σου. Είχες από εκείνες τις παλιές, του εξήντα και δεν την άλλαζες με τίποτα. Καμάρωνες που ήσουν παλικαράκι στη φωτογραφία, πού να γυρίσουν πίσω τα χρόνια να δείχνεις πάλι έτσι ε; Τώρα αν βγάλεις θα έχεις τα χάλια σου, ούτε εσύ δε θα αναγνωρίζεις τον εαυτό σου. Σε καταλαβαίνω. Κι η γιαγιά όμως ε; Κούκλα σκέτη, με το ωραίο της το φορεματάκι, το φουσκωμένο το μαλλί και τη στέκα. Αχ, ξέρω πως πονάς και νομίζεις ότι έτσι ξεγελάς το θάνατο αλλά δεν είναι έτσι, παππούλη. Ο θάνατος, βλέπεις έχει αποκτήσει και μια εμπειρία με τα χρόνια. Τον εαυτό σου ξεγελάς κι ας μην το έχεις πάρει χαμπάρι. Και το ξέρεις ότι δε στο λέω για να μη σε πικράνω. Σου πήγαινε το μουστάκι, πάντως.
Μετά ξανάρχισες να μου γαμάς την ψυχολογία. Εκεί που είχαμε βρει μια μέθοδο επικοινωνίας, άρχισες να μου το παίζεις μάγκας και παραλής. Ξέρεις, έχουν κι άλλοι λεφτά και μάλιστα πολύ περισσότερα από σένα, δεν έχουν όμως ούτε τη γκρίνια σου ούτε το υφάκι σου. Καλά τα γκαφρά αλλά όταν μας «την κάνεις» για άλλα μέρη, δε θα λέμε «θυμάσαι εκείνο τον πάμπλουτο ηλικιωμένο κύριο;» αλλά «θυμάσαι ρε το γερομπισμπίκη που έσκουζε όλη την ώρα;». Διαλέγεις και παίρνεις. Δική σου η υστεροφημία.
         Άλλες φορές, πάλι, σου ζητούσα ταυτότητα και γκρίνιαζες, μου έλεγες «Εγώ είμαι πελάτης σαράντα χρόνια!». Πρώτον, παππούλη, εγώ έχω στον πλανήτη όλα κι όλα τριάντα χρόνια οπότε χλωμό να σε θυμάμαι εδώ μέσα αλλά και δεύτερον, πάλι λάθος υπόγραψες! Μα καλά, σαράντα χρόνια κι ακόμα να μάθεις που βάζεις τη ρημάδα την υπογραφή σου; Και μη μου ισχυρίζεσαι ότι σε ξέρω γιατί έρχεσαι εδώ κάθε μήνα! Και το μπουλούκι πίσω σου κάθε μήνα έρχεται μαζί με σένα, τους θυμάσαι; Ε, εγώ πού να σας θυμάμαι  όλους;
         Και μπορεί όποτε σε βόλευε να το έπαιζες μεγάλος και τρανός, όποτε όμως δε σε έπαιρνε, φόραγες μια φάτσα σαν κουτάβι και μου κλαιγόσουνα. Είπαμε, συναισθηματική εκμετάλλευση ρε, αλλά εσύ το τελίκιασες! Κι όταν μου τσαμπουνάς ότι θα μπορούσες να είσαι πατέρας μου, σκέψου πρώτα αν θα ήθελες να φέρονται στο παιδί σου όπως εσύ σε εμένα. Και πατσίζουμε μάνι μάνι.
Τώρα όμως είναι δύσκολα τα χρόνια, παππού. Ξέρω, μπροστά σε αυτά που έχεις ζήσει εσύ, δεν είναι τίποτα. Όμως από εσένα περίμενα να δω θάρρος, ψυχή, λεβεντιά, να μου πεις να μη μασάμε ρε, να μη σκαλώνουμε πουθενά, να μου πεις ότι πέρασες και χειρότερα! Εσύ όμως, έκανες το ακριβώς αντίθετο. Έτρεξες να σώσεις τα λίγα ευρουλάκια σου, την καβάντζα σου, τον κώλο σου. Δε σκέφτηκες τα εγγόνια σου, το μέλλον τους, την πατρίδα σου. Γιατί εσύ ρε μου έμαθες τι θα πει πατρίδα κι εσύ μου την πάτησες κάτω όταν σου κάνανε το μάγκα οι κατακτητές. Κι αυτό, παππού, δε θα στο συγχωρήσω ποτέ.
         Καμιά φορά φαντάζομαι τον εαυτό μου στην ηλικία σου. Μπορεί και να μην τη φτάσω, βέβαια, με τη ζωή που κάνω. Αλλά πιο πολύ φοβάμαι το φόβο, φοβάμαι μη χάσω την ελπίδα και τη φλόγα μου. Φοβάμαι μήπως δε γίνω ο ξεκούτης, ατακαδόρος πορνόγερος που ονειρεύομαι να γίνω. Δε φοβάμαι το θάνατο αλλά φοβάμαι μήπως φύγω τελευταίος και θάψω όλους όσους αγαπώ.
Τέλος πάντων, παππού, σε κούρασα κι έχεις και δουλειές. Καφενείο, ΙΚΑ, έχει και το τούρκικο το απόγευμα, άντε πήγαινε, μη σε κουράζω. Και να μου φιλήσεις τη γιαγιά. Πες της τα ίδια ισχύουν και γι’ αυτή, μη νομίζει ότι μου ξέφυγε!
Σε φιλώ (ή μάλλον, σε ασπάζομαι),
Ο ταμίας σου.


(κι εδώ ο ταμίας σου σε σαράντα χρόνια)

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Έλα ρε



Δεν ξέρω πώς γίνεται και κάθε φορά που σκέφτομαι το παρελθόν μου φαντάζει πιο όμορφο από αυτό που ζω τώρα. Λες και βλέπω ταινία, προσπαθώ να κρατήσω τις σημαντικές σκηνές, αυτές που λένε κάτι για την ιστορία και να μη μιλήσω για άλλα, άσχετα πράγματα. Έτσι και τώρα, σκαλώνω και σκέφτομαι με τις ώρες, θυμάμαι και τα θυμάμαι όλα λάθος, κατά πως με βολεύει.

Καιρό τώρα δεν ένιωθα καλά. Ίσως γι’ αυτό και δε σε έπαιρνα τηλέφωνο να σου μιλήσω. Ξέρω, μου έχεις θυμώσει. Κι εγώ μου έχω θυμώσει δηλαδή. Αν με δεις, δε θα με γνωρίζεις. Δεν είμαι ο ίδιος, σου λέω. Έχω πάρει κιλά, δε βγαίνω καθόλου ή αν βγω, παίρνω τους δρόμους μοναχός και περπατάω με τις ώρες. Γράφω κιόλας, σου είπα; Όχι, δεν είναι καλό, για να κάτσω εγώ να γράψω, κάτι μέσα μου δεν πάει καθόλου καλά.

Κάθε μέρα ζω σαν σε αίθουσα αναμονής. Σαν να περιμένω να γίνει κάτι. Και δεν κάνω τίποτα, μόνο περιμένω. Περιμένω να σηκωθεί η σκούπα να σκουπίσει μόνη της, να βγει το ποδήλατο από τη βεράντα να με πάρει να πάμε βόλτα, να με πάρει τηλέφωνο η γυναίκα της ζωής μου να με ζητήσει σε γάμο. Ε, σου το ‘πα, δεν είμαι καλά, μη γελάς!

Θυμάμαι εκείνα τα χρόνια στο νησί. Ήταν δύσκολα πολλές φορές αλλά πώς έγινε και, με το που έφυγα, ομόρφυναν ξαφνικά μέσα μου. Δεν είχαμε χρόνο τότε. Δεν είχαμε κι όμως όλα τα προλαβαίναμε. Γιατί έτσι είναι, όταν δεν έχεις χρόνο, τα προλαβαίνεις όλα. Ενώ όταν έχεις, δεν κάνεις τίποτα. Να, καλή ώρα.

Τέτοια ώρα, θα σχολούσαμε και θα παίρναμε το δρόμο για το σπίτι. Στην αγορά θα επικρατούσε ησυχία. Μόνο περιστέρια, γιαγιάδες και κανένα αυτοκίνητο να σπάει τη σιωπή. Τα καφέ θα ήταν άδεια, οι γκαρσόνες θα σκούπιζαν τα τραπέζια και θα κοιτούσαν τον ουρανό, με το χέρι στα μάτια για τον ήλιο, να δούνε αν θα βρέξει. Πόσες και πόσες φορές δε μας παρέσυρε εκείνη η γλυκιά ησυχία σε μια ατέλειωτη βόλτα, ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα των δέντρων, στα μικρά σοκάκια, ανάμεσα σε σκουπίδια, γάτες και κλειστά μαγαζιά. Ήμασταν οι κατάσκοποι των αστεριών. Οι ονειροπόλοι εγκληματίες της πόλης. Ίσως οι πιο ανέραστοι εραστές που υπήρξαν ποτέ. Κι οι πιο στυλάτοι ζητιάνοι. Κάτι μέσα μας το ‘λεγε, ήμασταν του κινδύνου και της απόλαυσης αλλά στο πιο αστείο, σαν γέροι που το σκάνε από το γηροκομείο και χάνονται, έτσι, για μια τελευταία «περιπέτεια».

Αν βαρέθηκες, μου λες. Ξέρω όταν με πιάνει, μιλάω με τις ώρες. Εσύ τι νέα; Ή μάλλον άσε, δε θέλω να μου πεις. Θα βγαίνεις, θα πας τις γνωστές σου βόλτες στις εγκαταλελειμμένες παραλίες, θα τριγυρνάς όπως κάναμε και μαζί. Μου ‘λειψες ρε. Το ξέρεις κι άσ’ τις μαλακίες. Γι’ αυτό δε σ’ έπαιρνα τόσο καιρό. Τι να σου πω και τι να μου πεις. Άλλωστε αυτό είχαμε εμείς ρε. Ξέραμε χωρίς να λέμε. Ε, άσ’ το έτσι, καλά δεν είναι;

Είπαμε, αν βαρέθηκες, σταματάω. Καμιά φορά με παίρνει ο νους μου απ’ το χέρι και με φέρνει κρυφά νύχτα στα παλιά λημέρια. Δε σας παίρνω τηλέφωνο ούτε περνώ από τα σπίτια σας. Ή μάλλον περνώ αλλά δεν το ξέρετε. Μπαίνω κρυφά από το παράθυρο που έχεις αφήσει ανοιχτό να φύγει η τσιγαρίλα και τριγυρνώ μέσα στο διαμέρισμα. Από πότε έχεις να βάλεις σκούπα ρε; Απ’ όταν ήρθα τελευταία φορά ίδιο είναι το σπίτι, σα να μη μένεις εκεί. Και του Σταμάτη, ίδια χάλια. Σε λίγο θα φύγει αυτός και θα μένουν μέσα μόνο οι εφημερίδες, μα καλά, συλλογή τις κάνει; Μόνο της Φαίδρας το σπίτι είναι μια χαρά. Τ’ αγαπάει, ίδρωσε κιόλας για να το αγοράσει. Όλα όμορφα είναι αλλά πιο πολύ μου αρέσει έτσι πως μπαίνει το φως το απόγευμα και τα κάνει όλα πορτοκαλί. Αν μιλάτε, δωσ’ της φιλιά, εγώ αν την πάρω θα με βρίσει.

Μην κοιμάσαι ρε όταν σου μιλάω. Το ξέρω ότι είσαι κουρασμένος κι εγώ είμαι. Αλλά έπρεπε να στα πω. Να σου πω, αν περνάτε καλά εκεί, μη μου το πεις. Ξέρω, τα ίδια και τα ίδια. Αλλά και τα ίδια ωραία είναι ρε φίλε, τα αγαπάς τα ίδια, τα ξέρεις. Κι όλο τα βρίζεις αλλά όταν αλλάξουν λες, «θυμάσαι τότε;» και τα σχετικά. Μη χάνεσαι ρε μαλάκα. Ναι κι εγώ μαλάκας είμαι, το ξέρω. Αλλά μη χάνεσαι. Θα σου ‘ρθω κάποια στιγμή. Να περπατήσουμε και πάλι όπως και τότε. Σαν αντάρτες της σιωπής. Όλες οι επαναστάσεις στη σιωπή γίνονται, να το ξέρεις. Θα στήσουμε ενέδρα. Εμένα με πιάσανε. Τον εαυτό σου κοίτα πώς θα γλιτώσεις. 
Σε φιλώ... 
...Μαλάκας είσαι και φαίνεσαι.