Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Μια από εκείνες τις μέρες

     Την προηγούμενη βδομάδα είχα μια από εκείνες τις μέρες. Εκείνες τις μέρες όπου όλοι συμπεριφέρονται παράξενα, σκοτεινά, σχεδόν εχθρικά. Για κάποιο λόγο, όσο γρήγορα κι αν δουλεύαμε, η αίθουσα δεν άδειαζε με τίποτα, απεναντίας ο κόσμος αυξανόταν. Έπειτα ήταν τα βλέμματα. Είχαν όλοι ένα βλέμμα σχεδόν σαρκοβόρο, λες και κάτι τους είχαν ποτίσει. Λίγο το ότι είχαν να κάνουν με χρήματα, λίγο η αγανάκτηση της αναμονής και η γενικότερη αβεβαιότητα, σου έδιναν την εντύπωση ότι με την παραμικρή αφορμή θα γινόταν μακελειό εκεί μέσα. 
         Ήταν από εκείνες τις μέρες όπου όλοι βιάζονταν για κάτι. Όλες οι νοικοκυρές είχαν αφήσει το φαγητό στη φωτιά, όλοι οι γονείς δεν είχαν που να αφήσουν τα παιδιά τους και τα άφηναν να σκούζουν και να τρέχουν από δω κι από κει, οι παππούδες όλοι είχαν βαριές ασθένειες ενώ μέχρι χτες έπιναν τσίπουρα και βρίζανε στο καφενείο και φυσικά όλοι οι επιχειρηματίες έπρεπε να τελειώσουν αμέσως τη δουλειά τους ενώ τις άλλες μέρες σκάγανε κατά τις 2.25 και πήγαιναν χαλαροί λες κι εμείς θα δουλεύαμε για πάρτη τους μέχρι τις δέκα το βράδυ.
         Ήταν από εκείνες τις μέρες που σχεδόν ντρέπομαι για την κατά τ' άλλα περήφανη φυλή μας. Γιατί περήφανοι είμαστε αλλά όπου μας παίρνει. Όταν είναι όμως να εξυπηρετηθούμε γρήγορα δε σκεφτόμαστε την περηφάνια μας αλλά κοιτάμε να χωθούμε μπροστά όπως όπως σαν τα ποντίκια. Όταν βιαζόμαστε κοιτάμε να μπούμε στη ζούλα μπροστά κι ας πάνε να πνιγούνε οι άλλοι. Μπορεί να σας φαίνονται ασήμαντα όλα αυτά αλλά στην ουσία είναι ένα ψυχογράφημα ενός λαού όλο αυτό. Μια χαρά τα λέμε στη θεωρία αλλά στην ανάγκη γινόμαστε παρτάκηδες και μάλιστα σε ακραίο βαθμό. Και φυσικά όταν το κάνουμε εμείς αυτό είμαστε ωραίοι και μάγκες, όταν το κάνουν άλλοι όμως είναι τσογλάνια και κατώτερα όντα, απολίτιστα. Κι ας κάναμε εμείς πριν λίγο το ίδιο! Τι άλλο να πεις!
            Ήταν από εκείνες τις μέρες που νιώθεις λίγο πολύ σαν ένα μουνί. Όχι όμως ένα περιποιημένο, ποθητό μουνί αλλά περισσότερο σαν μια τρύπα βρώμικη, αηδιαστική αλλά βολική. Όλοι οι "γνωστοί" των στελεχών που δεν ήθελαν να μπλέξουν με την πλέμπα, έμπαιναν από τα πλάγια, γαμούσαν κι έφευγαν. Όλα στο πόδι, όλα πρόχειρα. Όλα γρήγορα και δε βαριέσαι. Αν μετά εσύ -το μουνί- κολλήσεις καμιά αρρώστια ή μείνεις έγκυος, ήτοι κάνεις κάποιο λάθος ή ακόμη κι έλλειμμα, κανείς δεν ευθύνεται. Κανείς δεν ξέρει τίποτα. Εσύ φταις που βιαζόσουν, εσύ φταις που δεν κρατούσες σειρά ή που ήθελες να εξυπηρετήσεις γρήγορα, εσύ τώρα θα πληρώσεις. Κι ας σε λέγανε πριν βολεμένο αρχίδι που βαριέσαι να πάρεις τα πόδια σου και τεμπελιάζεις. Τότε τουλάχιστον ήσουν αρχίδι. Τώρα είσαι ένα μουνί.
            Ήταν από εκείνες τις μέρες που σκέφτεσαι τα νεανικά σου όνειρα, την εικόνα που είχες βάλει στόχο στα δεκαεννιά σου και τώρα όχι απλά δεν της μοιάζεις αλλά έχεις γίνει μια καρικατούρα του χειρότερου εαυτού σου. Θυμάσαι που έμπαινες στα δεκαεννιά σου σε υπηρεσίες και τράπεζες, ανέμελος κι ωραίος και γελούσες με τα ανθρωπάκια του γκισέ. Και τώρα κάτι κουλ τυπάκια που κάθονται στο βάθος γελάνε μαζί σου. Γελάνε που ιδρώνεις και σκας, γελάνε που σου τη λένε οι μπαρμπάδες κι εσύ δεν απαντάς, κοίτα τον ρε τον ξεφτίλα, κάθεται και του τη λέει ο κωλόγερος κι αυτός δεν κάνει τίποτα. Γιατί αν ξεσπάσει όλο αυτό που κρύβεις μέσα σου μπορεί και να βρεις χοντρό μπελά, ως υπαλληλάκος που είσαι. Κι όλο και μικραίνει εκείνο το ξίφος της ψυχής σου, μικραίνει κι από εκεί που προοριζόταν να σφάζει εχθρούς και να μάχεται για όνειρα κι αξίες, μέχρι το σχόλασμα έχει γίνει ένα πλαστικό μαχαιράκι της πλάκας που το πολύ πολύ να κόψει καμιά σαλάτα μαζί με το μεσημεριανό. 
             Σαν εκείνη τη μέρα θα έρθουν κι άλλες. Και θα είναι όλες ίδιες, σκοτεινές κι αχνές. Κι εσύ, αντί να πιάσεις τη ροή του σύμπαντος, θα στροβιλίζεσαι μέσα στις δίνες του και θα κρατιέσαι από το γκισεδάκι σου μην πέσεις πουθενά και σε ψάχνουμε. Και πάλι θα γελάνε τα πιτσιρίκια στο βάθος.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Παππού, παππού




Αγαπητέ μου παππούλη,
Τόσα χρόνια στο ταμείο έχει δημιουργηθεί, δίχως αμφιβολία, μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ μας. Σε ξέρω, με ξέρεις, λέμε και μια καλημέρα, βρε αδερφέ. Κι όμως, η σχέση μας αυτή πέρασε από χίλια μύρια στάδια.
Στην αρχή σε πρόσεξα πολύ. Σεβάστηκα τα χρόνια σου και το όνομά σου. Σε φώναζα και με το μικρό, θυμάσαι; Για να νιώθεις πιο άνετα. Ε, εκεί κάπου μου τα γάμησες. Άρχισες τις απαιτήσεις. «Είμαι πελάτης» και «είμαι πελάτης». Οι άλλοι, ρε, τι είναι; Περαστικοί; Και κόπηκαν και τα «μικρά» και όλα. Ας πρόσεχες.
Μετά κάπου με συγκίνησες. Τι να λέμε τώρα, άλλες δεκαετίες οι δικές σας. Μάθατε να αγαπάτε, να σέβεστε το συνάνθρωπο. Και έβγαζε μια γλύκα η ηλικία σας, τη γλύκα του ανθρώπου που πλέον δεν έχει τίποτα να κρατήσει, να προφυλάξει και να φοβηθεί και έχει το χέρι απλωμένο μόνο για να δώσει. Μου έδινες από την πενιχρή σου σύνταξη τα ένα-δύο ευρώ και μάλιστα επέμενες να τα πάρω. Στην αρχή ντρεπόμουν, μετά ντρεπόμουν αλλά μ’ άρεσε κιόλας.
Πάντα έκανα γούστο να χαζεύω την ταυτότητά σου. Είχες από εκείνες τις παλιές, του εξήντα και δεν την άλλαζες με τίποτα. Καμάρωνες που ήσουν παλικαράκι στη φωτογραφία, πού να γυρίσουν πίσω τα χρόνια να δείχνεις πάλι έτσι ε; Τώρα αν βγάλεις θα έχεις τα χάλια σου, ούτε εσύ δε θα αναγνωρίζεις τον εαυτό σου. Σε καταλαβαίνω. Κι η γιαγιά όμως ε; Κούκλα σκέτη, με το ωραίο της το φορεματάκι, το φουσκωμένο το μαλλί και τη στέκα. Αχ, ξέρω πως πονάς και νομίζεις ότι έτσι ξεγελάς το θάνατο αλλά δεν είναι έτσι, παππούλη. Ο θάνατος, βλέπεις έχει αποκτήσει και μια εμπειρία με τα χρόνια. Τον εαυτό σου ξεγελάς κι ας μην το έχεις πάρει χαμπάρι. Και το ξέρεις ότι δε στο λέω για να μη σε πικράνω. Σου πήγαινε το μουστάκι, πάντως.
Μετά ξανάρχισες να μου γαμάς την ψυχολογία. Εκεί που είχαμε βρει μια μέθοδο επικοινωνίας, άρχισες να μου το παίζεις μάγκας και παραλής. Ξέρεις, έχουν κι άλλοι λεφτά και μάλιστα πολύ περισσότερα από σένα, δεν έχουν όμως ούτε τη γκρίνια σου ούτε το υφάκι σου. Καλά τα γκαφρά αλλά όταν μας «την κάνεις» για άλλα μέρη, δε θα λέμε «θυμάσαι εκείνο τον πάμπλουτο ηλικιωμένο κύριο;» αλλά «θυμάσαι ρε το γερομπισμπίκη που έσκουζε όλη την ώρα;». Διαλέγεις και παίρνεις. Δική σου η υστεροφημία.
         Άλλες φορές, πάλι, σου ζητούσα ταυτότητα και γκρίνιαζες, μου έλεγες «Εγώ είμαι πελάτης σαράντα χρόνια!». Πρώτον, παππούλη, εγώ έχω στον πλανήτη όλα κι όλα τριάντα χρόνια οπότε χλωμό να σε θυμάμαι εδώ μέσα αλλά και δεύτερον, πάλι λάθος υπόγραψες! Μα καλά, σαράντα χρόνια κι ακόμα να μάθεις που βάζεις τη ρημάδα την υπογραφή σου; Και μη μου ισχυρίζεσαι ότι σε ξέρω γιατί έρχεσαι εδώ κάθε μήνα! Και το μπουλούκι πίσω σου κάθε μήνα έρχεται μαζί με σένα, τους θυμάσαι; Ε, εγώ πού να σας θυμάμαι  όλους;
         Και μπορεί όποτε σε βόλευε να το έπαιζες μεγάλος και τρανός, όποτε όμως δε σε έπαιρνε, φόραγες μια φάτσα σαν κουτάβι και μου κλαιγόσουνα. Είπαμε, συναισθηματική εκμετάλλευση ρε, αλλά εσύ το τελίκιασες! Κι όταν μου τσαμπουνάς ότι θα μπορούσες να είσαι πατέρας μου, σκέψου πρώτα αν θα ήθελες να φέρονται στο παιδί σου όπως εσύ σε εμένα. Και πατσίζουμε μάνι μάνι.
Τώρα όμως είναι δύσκολα τα χρόνια, παππού. Ξέρω, μπροστά σε αυτά που έχεις ζήσει εσύ, δεν είναι τίποτα. Όμως από εσένα περίμενα να δω θάρρος, ψυχή, λεβεντιά, να μου πεις να μη μασάμε ρε, να μη σκαλώνουμε πουθενά, να μου πεις ότι πέρασες και χειρότερα! Εσύ όμως, έκανες το ακριβώς αντίθετο. Έτρεξες να σώσεις τα λίγα ευρουλάκια σου, την καβάντζα σου, τον κώλο σου. Δε σκέφτηκες τα εγγόνια σου, το μέλλον τους, την πατρίδα σου. Γιατί εσύ ρε μου έμαθες τι θα πει πατρίδα κι εσύ μου την πάτησες κάτω όταν σου κάνανε το μάγκα οι κατακτητές. Κι αυτό, παππού, δε θα στο συγχωρήσω ποτέ.
         Καμιά φορά φαντάζομαι τον εαυτό μου στην ηλικία σου. Μπορεί και να μην τη φτάσω, βέβαια, με τη ζωή που κάνω. Αλλά πιο πολύ φοβάμαι το φόβο, φοβάμαι μη χάσω την ελπίδα και τη φλόγα μου. Φοβάμαι μήπως δε γίνω ο ξεκούτης, ατακαδόρος πορνόγερος που ονειρεύομαι να γίνω. Δε φοβάμαι το θάνατο αλλά φοβάμαι μήπως φύγω τελευταίος και θάψω όλους όσους αγαπώ.
Τέλος πάντων, παππού, σε κούρασα κι έχεις και δουλειές. Καφενείο, ΙΚΑ, έχει και το τούρκικο το απόγευμα, άντε πήγαινε, μη σε κουράζω. Και να μου φιλήσεις τη γιαγιά. Πες της τα ίδια ισχύουν και γι’ αυτή, μη νομίζει ότι μου ξέφυγε!
Σε φιλώ (ή μάλλον, σε ασπάζομαι),
Ο ταμίας σου.


(κι εδώ ο ταμίας σου σε σαράντα χρόνια)

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Έλα ρε



Δεν ξέρω πώς γίνεται και κάθε φορά που σκέφτομαι το παρελθόν μου φαντάζει πιο όμορφο από αυτό που ζω τώρα. Λες και βλέπω ταινία, προσπαθώ να κρατήσω τις σημαντικές σκηνές, αυτές που λένε κάτι για την ιστορία και να μη μιλήσω για άλλα, άσχετα πράγματα. Έτσι και τώρα, σκαλώνω και σκέφτομαι με τις ώρες, θυμάμαι και τα θυμάμαι όλα λάθος, κατά πως με βολεύει.

Καιρό τώρα δεν ένιωθα καλά. Ίσως γι’ αυτό και δε σε έπαιρνα τηλέφωνο να σου μιλήσω. Ξέρω, μου έχεις θυμώσει. Κι εγώ μου έχω θυμώσει δηλαδή. Αν με δεις, δε θα με γνωρίζεις. Δεν είμαι ο ίδιος, σου λέω. Έχω πάρει κιλά, δε βγαίνω καθόλου ή αν βγω, παίρνω τους δρόμους μοναχός και περπατάω με τις ώρες. Γράφω κιόλας, σου είπα; Όχι, δεν είναι καλό, για να κάτσω εγώ να γράψω, κάτι μέσα μου δεν πάει καθόλου καλά.

Κάθε μέρα ζω σαν σε αίθουσα αναμονής. Σαν να περιμένω να γίνει κάτι. Και δεν κάνω τίποτα, μόνο περιμένω. Περιμένω να σηκωθεί η σκούπα να σκουπίσει μόνη της, να βγει το ποδήλατο από τη βεράντα να με πάρει να πάμε βόλτα, να με πάρει τηλέφωνο η γυναίκα της ζωής μου να με ζητήσει σε γάμο. Ε, σου το ‘πα, δεν είμαι καλά, μη γελάς!

Θυμάμαι εκείνα τα χρόνια στο νησί. Ήταν δύσκολα πολλές φορές αλλά πώς έγινε και, με το που έφυγα, ομόρφυναν ξαφνικά μέσα μου. Δεν είχαμε χρόνο τότε. Δεν είχαμε κι όμως όλα τα προλαβαίναμε. Γιατί έτσι είναι, όταν δεν έχεις χρόνο, τα προλαβαίνεις όλα. Ενώ όταν έχεις, δεν κάνεις τίποτα. Να, καλή ώρα.

Τέτοια ώρα, θα σχολούσαμε και θα παίρναμε το δρόμο για το σπίτι. Στην αγορά θα επικρατούσε ησυχία. Μόνο περιστέρια, γιαγιάδες και κανένα αυτοκίνητο να σπάει τη σιωπή. Τα καφέ θα ήταν άδεια, οι γκαρσόνες θα σκούπιζαν τα τραπέζια και θα κοιτούσαν τον ουρανό, με το χέρι στα μάτια για τον ήλιο, να δούνε αν θα βρέξει. Πόσες και πόσες φορές δε μας παρέσυρε εκείνη η γλυκιά ησυχία σε μια ατέλειωτη βόλτα, ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα των δέντρων, στα μικρά σοκάκια, ανάμεσα σε σκουπίδια, γάτες και κλειστά μαγαζιά. Ήμασταν οι κατάσκοποι των αστεριών. Οι ονειροπόλοι εγκληματίες της πόλης. Ίσως οι πιο ανέραστοι εραστές που υπήρξαν ποτέ. Κι οι πιο στυλάτοι ζητιάνοι. Κάτι μέσα μας το ‘λεγε, ήμασταν του κινδύνου και της απόλαυσης αλλά στο πιο αστείο, σαν γέροι που το σκάνε από το γηροκομείο και χάνονται, έτσι, για μια τελευταία «περιπέτεια».

Αν βαρέθηκες, μου λες. Ξέρω όταν με πιάνει, μιλάω με τις ώρες. Εσύ τι νέα; Ή μάλλον άσε, δε θέλω να μου πεις. Θα βγαίνεις, θα πας τις γνωστές σου βόλτες στις εγκαταλελειμμένες παραλίες, θα τριγυρνάς όπως κάναμε και μαζί. Μου ‘λειψες ρε. Το ξέρεις κι άσ’ τις μαλακίες. Γι’ αυτό δε σ’ έπαιρνα τόσο καιρό. Τι να σου πω και τι να μου πεις. Άλλωστε αυτό είχαμε εμείς ρε. Ξέραμε χωρίς να λέμε. Ε, άσ’ το έτσι, καλά δεν είναι;

Είπαμε, αν βαρέθηκες, σταματάω. Καμιά φορά με παίρνει ο νους μου απ’ το χέρι και με φέρνει κρυφά νύχτα στα παλιά λημέρια. Δε σας παίρνω τηλέφωνο ούτε περνώ από τα σπίτια σας. Ή μάλλον περνώ αλλά δεν το ξέρετε. Μπαίνω κρυφά από το παράθυρο που έχεις αφήσει ανοιχτό να φύγει η τσιγαρίλα και τριγυρνώ μέσα στο διαμέρισμα. Από πότε έχεις να βάλεις σκούπα ρε; Απ’ όταν ήρθα τελευταία φορά ίδιο είναι το σπίτι, σα να μη μένεις εκεί. Και του Σταμάτη, ίδια χάλια. Σε λίγο θα φύγει αυτός και θα μένουν μέσα μόνο οι εφημερίδες, μα καλά, συλλογή τις κάνει; Μόνο της Φαίδρας το σπίτι είναι μια χαρά. Τ’ αγαπάει, ίδρωσε κιόλας για να το αγοράσει. Όλα όμορφα είναι αλλά πιο πολύ μου αρέσει έτσι πως μπαίνει το φως το απόγευμα και τα κάνει όλα πορτοκαλί. Αν μιλάτε, δωσ’ της φιλιά, εγώ αν την πάρω θα με βρίσει.

Μην κοιμάσαι ρε όταν σου μιλάω. Το ξέρω ότι είσαι κουρασμένος κι εγώ είμαι. Αλλά έπρεπε να στα πω. Να σου πω, αν περνάτε καλά εκεί, μη μου το πεις. Ξέρω, τα ίδια και τα ίδια. Αλλά και τα ίδια ωραία είναι ρε φίλε, τα αγαπάς τα ίδια, τα ξέρεις. Κι όλο τα βρίζεις αλλά όταν αλλάξουν λες, «θυμάσαι τότε;» και τα σχετικά. Μη χάνεσαι ρε μαλάκα. Ναι κι εγώ μαλάκας είμαι, το ξέρω. Αλλά μη χάνεσαι. Θα σου ‘ρθω κάποια στιγμή. Να περπατήσουμε και πάλι όπως και τότε. Σαν αντάρτες της σιωπής. Όλες οι επαναστάσεις στη σιωπή γίνονται, να το ξέρεις. Θα στήσουμε ενέδρα. Εμένα με πιάσανε. Τον εαυτό σου κοίτα πώς θα γλιτώσεις. 
Σε φιλώ... 
...Μαλάκας είσαι και φαίνεσαι. 




Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Μάνα μου Ελλάς

          Κατενθουσιασμένος σήμερα έμαθα τα αποτελέσματα των εκλογών, όχι σε κάποιο εκλογικό κέντρο ή σε μια κατάμεστη πλατεία αλλά στην πανέμορφη Βοβούσα Ιωαννίνων όπου μάλιστα σκέφτομαι να μετακομίσω σύντομα, όταν σφίξουν κι άλλο τα πράγματα.
      Μέσα σε εκείνο το ειδυλλιακό λοιπόν περιβάλλον ενημερώθηκα ότι οι Έλληνες συμπεριφέρθηκαν και πάλι σαν γκόμενες τρίτης κατηγορίας. Σαν εκείνες δηλαδή που έχουν βρει κάποιον να τις πηδάει και τον αποκαλούν "σχέση" ενώ δυσανασχετούν όταν εκείνος τις κακομεταχειρίζεται ή τις φτύνει αλλά όταν ξαναπάρει τηλέφωνο, τρέχουν πάλι να στηθούν στα τέσσερα τρισευτυχισμένες γιατί "τα 'λεγε, καλέ, η Άση". Με λίγα λόγια, το ότι υπέφερε η Ελλάδα τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια, δεν υπήρξε μάθημα για πάνω από τους μισούς ψηφοφόρους συν το 40% των Ελλήνων που δεν ψήφισε καν. Αν το καλοσκεφτείς, είναι να σε πιάνει τρέλα. 
      -Γιατί ρε Γιούρι -θα πείτε- τόση ειρωνεία; Τι παράπονο έχεις; 
      -Να σας θυμίσω, αγαπητοί, ότι το δικό μου επάγγελμα είναι φύσει φιλομνημονιακό. Παίρνω όσα λεφτά έπαιρνα και πριν την "κρίση" και, απεναντίας, η δουλειά μου μειώθηκε τόσο που πλέον μπορώ και γράφω και μικρά διηγηματάκια στο χώρο εργασίας μου. Παλιά ούτε για κατούρημα δεν προλάβαινα να πάω.
      -Τότε ρε στόκε γιατί ψήφισες ΣΥΡΙΖΑ κι όχι Βενιζέλο; 
    -Να εξηγηθώ. Δεν είμαι συριζαίος ούτε ποτέ υπήρξα. Ανήκω βέβαια στο χώρο της ευρύτερης αριστεράς αλλά κυρίως ήθελα να σπρώξω φιλικά αυτόν τον κύριο στην πίστα μιας και διατείνεται ότι χορεύει τόσο ωραία. Εδώ που τα λέμε κι ο Κάτμαν να μου έλεγε ότι θα καταγγείλει το μνημόνιο, θα τον ψήφιζα. Είμαι κι εγώ λίγο χαζογκόμενα.
         Τι έλεγα όμως; Α, ναι. Ότι στη δουλειά μου τα περνάω φίνα. Έχω όμως κι εγώ ένα πρόβλημα. Από τις 8 που ξεκινάμε μέχρι τις 2.30 (2.00 τις Παρασκευές, να μην ξεχνιόμαστε) ακούω την απίστευτη γκρίνια. Είναι το πόστο τέτοιο, βλέπετε που θα ακούσεις το μακρύ και το κοντό του καθενός ανάλογα με τη συναλλαγή που θα κάνει. Αν πάρει σύνταξη ή μισθό, θα διαμαρτυρηθεί που του τα κόψανε. Αν πληρώσει δάνειο, θα κλαφτεί γιατί δεν του μειώνουν τη δόση. Αν πληρώσει φόρο ότι πληρώνει πολλά και ούτω καθεξής. 
        Το θέμα είναι ότι δεν αντέχω άλλο την τόση γκρίνια. Γι' αυτό είπα να ψηφίσω κάτι πιο "ριζοσπαστικό" (;). Γιατί πίστευα ότι όλος αυτός ο κόσμος έβραζε και ήθελα να ανοίξω τη βαλβίδα να ξεχυθεί να αλλάξει το τοπίο, να γίνει κατά πως ονειρεύονται το αύριο αυτοί οι άνθρωποι. Γιατί, έλεγα από μέσα μου, αφού είναι όλοι τόσο αγανακτισμένοι, θα στείλουν στο διάολο αυτούς που έφεραν τη χώρα εκεί που είναι.
         Υπάρχουν, όμως, δυο ειδών άνθρωποι: Αυτοί που σου λένε ας σωθώ εγώ κι ας πάνε να πνιγούνε όλοι οι άλλοι και αυτοί που λένε ρε παιδιά, να βάλουμε χέρι όλοι μαζί μπας και σωθεί η κατάσταση. Αυτό που με πίκρανε πιο πολύ είναι ότι νίκησε η πρώτη κατηγορία, αυτοί που τόσα χρόνια ψήφιζαν ΝΔ/ΠΑΣΟΚ για να διαφυλάξουν τα συμφέροντά τους. Αυτοί, ακόμα και τώρα, προσπαθούν να σώσουν το κωλαράκι τους ενώ βλέπουν την Ελλάδα να καίγεται. Και μην ακούω για Πασόκους που προσχώρησαν στο ΣΥΡΙΖΑ γιατί είπε ο ρινόκερος τον πετεινό κεφάλα κι ο γάιδαρος παρεξηγήθηκε. 
         Εγώ λοιπόν, που λέτε, "κλείδωσα" την ψήφο μου όταν έγιναν δύο πράγματα: Πρώτον, όταν είπε η Γερμανία "μην ψηφίζετε ΣΥΡΙΖΑ" και δεύτερον όταν είπε ο Τσίπρας ότι "ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα". Που σημαίνει, κύριε, ότι δε μπορείς να βελτιώσεις την κατάσταση χωρίς να βρέξεις τον κώλο σου. Χωρίς να θυσιάσεις κι εσύ κάτι. Αν θυμάμαι καλά, ο Μακρυγιάννης κι ο Κολοκοτρώνης ποζάρανε στα πορτρέτα τους όρθιοι και με το σπαθί στο χέρι. Όχι καθιστοί στον καναπέ και με το τηλεκοντρόλ σφιχτά στην παλάμη. 
       Γιατί, φιλαράκι, υπάρχουν δύο είδη πείνας: Ή θα πεινάσεις όρθιος ή θα πεινάσεις προσκυνημένος. Όταν πεινάς όρθιος, σε λιγώνει η έλλειψη τροφής. Όταν πεινάς προσκυνημένος, σε λιγώνει η έλλειψη δικαιοσύνης κι αξιοπρέπειας. Γιατί χωρίς λεφτά τη βγάζουμε. Να σας πει ένας παλιός πώς τη βγάζανε οι οικογένειες στα χωριά το '60 να πάθετε την πλάκα σας. Χωρίς αξιοπρέπεια όμως, όχι. Γιατί κανένας φτωχός τότε δεν αυτοκτονούσε κι ας ζούσε τρώγοντας τσουκνίδα και λίγδα από γουρούνι.
       Καθόμουν εκεί, που λέτε, στην πλατεία της Βοβούσας και ξαφνικά μου φάνηκε ότι είμαι στο πιο πλούσιο μέρος του κόσμου. Είχε γάργαρο, κρύο νερό, μοσχοβολούσε όλη η πλάση κι οι άνθρωποι ήταν χαμογελαστοί, ασχέτως οικονομικής κατάστασης. Όταν γίνει όλη η Ελλάδα σαν τη Βοβούσα, ίσως υπάρξει κάποια ελπίδα. 



ΥΓ: Μην αρχίζετε, παρακαλώ, να σχολιάζετε αρνητικά σχετικά με την ψήφο μου. Ξέρω μια χαρά να κάνω αυτοκριτική και φυσικά δε διεκδικώ κανένα αλάθητο. Αν έρθει όμως έστω κι ένας αύριο και μου κλαφτεί, θα του δώσω το βιβλιάριο να το φάει. 

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Απολογία

       Είναι κάτι στιγμές που βλέπω το μπλογκ μου και ντρέπομαι. Που έχω να γράψω κοντά ένα μήνα και δε μου κατεβαίνει καμιά καλή ιδέα πέρα από γλυκανάλατα κειμενάκια, αστεϊσμοί γύρω από τη δουλειά μου και διάφορα άλλα άκυρα. 
     Είμαι μόνο εγώ ή και άλλοι έχουν χάσει το χιούμορ τους; Γιατί έτσι νιώθω. Λες και, λόγω της κατάστασης που ζούμε, έχει στερέψει η όρεξη για όμορφα πράγματα κι όμορφες στιγμές. Τι έγινε ρε; Έτσι θα τη βγάλουμε από δω και πέρα; Θα μιζεριάζουμε και θα παρακαλάμε να μας λυπηθούν τα ευρωλαμόγια και οι υποτακτικοί τους; Θα ανησυχούμε αν αύριο δε θα έχουμε να φάμε και αν θα μας πάρουν τα σπίτια και τις καταθέσεις οι τράπεζες; Έτσι θα πάει δηλαδή από 'δω και πέρα; 
     Γιατί αν είναι να πάει έτσι, να το αποφασίσουμε όλοι ομαδικά και να ανεβούμε στις ταράτσες να πέφτουμε ένας ένας στο πεζοδρόμιο. Οι άλλοι δηλαδή που το κάνανε τι ήταν, καταθλιπτικοί και ανισόρροποι που τους πλάκωσε η ματαιότης του lifestyle και είπαν να αφήσουν το μάταιο τούτο κόσμο; Μια χαρά άνθρωποι ήταν, αξιοπρεπέστατοι κύριοι και σοβαροί οικογενειάρχες. Γι' αυτό κι έκαναν την επιλογή τους. Γιατί η ελευθερία θέλει αρχίδια κύριος, δεν είναι αυτονόητη. Ρώτησαν οι παππούδες μας το Μουσολίνι και το Χίτλερ τι ώρα να κάνουν αντίσταση μήπως δεν τους βόλευε; Έκλεισαν οι προ προ προπαππούδες μας ραντεβού με τους Τούρκους στις 25 Μαρτίου για να μην πέφτει πάνω στο Ραμαζάνι και δεν προκάμουνε; 
     Αυτό ζούμε και τώρα. Και θέλει να σηκωθούμε και να τους φτύσουμε στα μούτρα, όχι μόνο για μας αλλά για όλο τον κόσμο που η μοίρα του είναι να τραβήξει τα δεινά μας. Γιατί αυτό είναι και το αιώνιο χρέος της Ελλάδας, όχι μόνο τα μάρμαρα και τα τσιτάτα του Σωκράτη. Θες κύριε να ανασάνεις και να ζήσεις αξιοπρεπώς; Πρέπει να κάνεις και θυσίες. Οι Ισλανδοί, νομίζεις, λίγα περάσανε; Σε τρία χρόνια όμως γίνανε κράτος, αρνήθηκαν να πληρώσουν το ούτως ή άλλος παράνομο χρέος, κάνανε δικό τους νόμισμα και τώρα ακούνε ΔΝΤ και τους πιάνει νευρικό γέλιο. Θα πεινάσεις, δε λέω. Αλλά πρέπει να διαλέξεις. Ή να πεινάσεις ή να σέρνεσαι χάμω μια ζωή. Και το χειρότερο είναι ότι θα σέρνεσαι από κάτω από αυτούς που γέννησες και ανάθρεψες, ραγιά μου. Γιατί ακόμα και το όνομα "Ευρώπη" ελληνικό είναι. 
      Από που θα μας διώξετε ρε; Ονομάστε αλλιώς αυτό το έκτρωμα που δημιουργήσατε, 4ο Ράιχ ας πούμε, αφού αυτό είναι. Αλλιώς να μας πληρώνετε πνευματικά δικαιώματα για τη χρήση του ονόματος. Και για το αλφάβητο. Αλλιώς να τα αλλάξετε όλα, να μιλάτε όλοι Εβραϊκά και να κάνετε αυτό που ξέρετε καλύτερα: Πολέμους, τοκογλυφία και βασανιστήρια. Δε θα έχετε ως άλλοθι καμιά "δημοκρατία", κανένα πολιτιστικό παρελθόν, καμιά ηθική και πνευματική νομιμοποίηση. Μόνο αίμα, μαστίγιο και πλούτο, γιατί εγώ αυτό μόνο βλέπω στα μάτια σας, στις ψυχές σας. Στα μάτια των συνανθρώπων μου όμως βλέπω μια δίψα, μια δύναμη, ένα θράσος. Και, μ' ένα μαγικό τρόπο, με κάνουνε περήφανο τα καθίκια. 

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Εθνική Αμνησία - Ένα Γράμμα στη Γιαγιά

       Χτες πέρασα πάλι έξω από το σπίτι σου, γιαγιά. Περνάω συχνά αλλά πολλές φορές δεν το σκέφτομαι, κάνω τον αδιάφορο, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. 
       Όλη μου η παιδική ηλικία είναι ζωγραφισμένη με μαρκαδόρο στους τοίχους εκείνης της πολυκατοικίας. Η μεγάλη βεράντα, τα παλιά έπιπλα, η μικρή κουζινούλα. Τρία χρόνια κλείνουν σε ένα μήνα από τότε που μας άφησες αλλά εγώ δε σ' άφησα στιγμή, το ξέρεις. Όταν μαθαίνεις να αγαπάς, μαθαίνεις και να μην ξεχνάς ποτέ, μαθαίνεις να χρωστάς. 
      Θυμάμαι κι εκείνο το τρέμουλο στο λαιμό σου, το κεφάλι σου να πηγαίνει ελαφρώς πέρα δώθε όταν μιλούσες, όταν μαγείρευες ακόμα κι όταν στεκόσουν ακίνητη. Στη αρχή νόμιζα ότι ήταν της ηλικίας κι ότι όλες οι γιαγιάδες το είχαν αλλά με τον καιρό διαπίστωνα ότι το είχες πιο πολύ εσύ. Όταν εκνευριζόσουν γινόταν πιο έντονο αλλά το βλέμμα σου γινόταν όλο και πιο σταθερό, πιο αετίσιο, πολλές φορές δε μ' άφηνε να κοιμηθώ.
      Μέχρι που μεγάλωσα κάποια στιγμή κι έμαθα. Δεν ήταν μια απλή γεροντική αδυναμία αλλά ένα παλιό τραύμα που κουβαλούσε μέσα του πόνο, αγάπη, αξιοπρέπεια και την ανδρεία ενός ολόκληρου στρατού. Γιατί ακόμα κι ένα κοριτσάκι δεκαέξι χρονών, αθώο, σχεδόν άγιο, μπορεί αν το θελήσει, να τα βάλει και με τους πιο δυνατούς άνδρες και να τους νικήσει. Γιατί το σώμα φθείρεται, καταστρέφεται, η ψυχή όμως δεν αλλάζει εύκολα. Αν έχεις στόφα, αν έχεις καθαρό πνεύμα, δε στο παίρνει κανείς, δε σε νικάει κανείς. 
      Κι εσύ αυτό το είχες πάρει από τον αδερφό σου. Δεν ξέρω αν τον ρώτησες ποτέ γιατί πήρε το όπλο και πήγε στα βουνά, αν ήξερε τι θα έβρισκε εκεί ή ποια θα ήταν η τύχη του. Όταν η καρδιά σου καίει, ούτε ακούς κανέναν ούτε φοβάσαι τίποτε. 
      Κι ο Κώτσος ξέρω ότι δεν ήθελε να πέσει η πατρίδα του στα χέρια αυτών που, δυο φορές χειρότεροι από τους ναζί, έφτυσαν το χώμα των προγόνων τους και ξεπουλήθηκαν, ποτίζοντάς το με αίμα ίδιο με το δικό τους. Και τώρα σήκωναν την ελληνική σημαία που είχαν τσαλαπατήσει και τίναζαν από πάνω της τα χώματα, για να την υψώσουν εναντίον όσων πολέμησαν για εκείνη, κυνηγώντας τα κεφάλια τους, το βιος τους, τις ζωές τους. 
        Δεν ήταν κομμουνιστής εκείνο το λιοντάρι, το ξέρω. Δε διάβασε ποτέ του Μαρξ, μπορεί να μην ήξερε και να διαβάζει. Ένας βοσκός ήτανε και ήξερε για θεό του μόνο τις πλαγιές που πήγαινε το κοπάδι του, όπως όλοι οι βοσκοί του τόπου του, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Πήγε εκεί που τον πήγε η καρδιά του και το ντουφέκι του. Όπως και οι φαντάροι που βρίσκονταν απέναντί του, αθώα έρμαια ξένων συμφερόντων κι εκείνοι. Πολέμησε για τη δική του Ελλάδα, πολέμησε τους δικούς του τυράννους, για να 'ναι οι πλαγιές και πάλι δικές του. Κι εκείνοι οι τύραννοι έμειναν και βασίλεψαν, έκαναν περιουσίες κι εκείνος πέθανε τελικά σε ξένη πατρίδα, ως ανεπιθύμητος, ως κυνηγημένος. 
      Κι εκεί κάπου ήσουν κι εσύ. Ούτε εσύ είχες ιδέα τι θα πει Αριστερά, Δεξιά, ΠΑΟ, ΕΑΜ. Ήξερες όμως ν' αγαπάς. Καμιά φορά ανατριχιάζω, τρέμω κι εγώ όταν σκέφτομαι τι θα πέρασε το παιδικό σου κορμάκι στα χέρια εκείνων των ανθρωποειδών. Μίσησα μέσα μου το χέρι που σε χτύπησε, χέρι ελληνικό, τις βρισιές που θα σου ξεστόμισε, στα ελληνικά, για να του μαρτυρήσεις πού κρύβεται ο αδερφός σου, το αίμα σου. Κι εσύ ούτε που σκέφτηκες να τους το πεις, δεν υπήρχε μέσα σου αυτή η επιλογή. Δεν τους έδωσες τη χαρά κι ας σου άφησαν με τα χτυπήματά τους έναν κατεστραμμένο σβέρκο, ένα τσακισμένο κορμί. Σου χάρισαν κι ας μην το ήξεραν, ένα αετίσιο βλέμμα, μια καθαρή ψυχή. 
       Γιατί στα γράφω όλα αυτά, λες; Βρήκα, γιαγιά, τους απογόνους αυτών που σε βασάνιζαν. Κάτι ανθρωπόμορφα όντα, γοητευμένα από τη χιτλερική παράνοια, χαιρετούν όπως οι ναζί, υψώνουν σβάστικες ανάμεσα σε ελληνικές σημαίες και το χειρότερο, θεωρούν ότι είναι πιο Έλληνες κι από τους Έλληνες. Δεν ξέρω τι ήταν οι παππούδες τους, γιαγιά, δεν ξέρω τι τους μάθαιναν κι αν τους αγάπησαν ποτέ. Ξέρω ότι κουβαλάνε μαχαίρια και μιλάνε περίεργα, ξέρω ότι δεν τους πειράζει κανείς. Ό,τι δε γουστάρουν, το βαφτίζουν εχθρό του έθνους. Σηκώνουν χέρι και χτυπούν τους συνανθρώπους τους, άλλο να διαφωνείς, να μισείς κάποιον κι άλλο να τον χτυπάς. Το χειρότερο, ξέρω ότι όλο και περισσότεροι Έλληνες τους στηρίζουν, τους νιώθουν σαν όπλο δικό τους, εγώ όμως νιώθω ότι αυτό το όπλο θα στραφεί κάποια στιγμή εναντίον τους. Δε με νοιάζει που είναι αμόρφωτοι. Κι εσείς αμόρφωτοι ήσασταν αλλά γίνατε ήρωες. Και το λέω με περηφάνια ότι είστε πρόγονοί μου. 
       Ας είμαστε ειλικρινείς, γιαγιά. Δεν πήρα τίποτα από σένα, ούτε από τον αδερφό σου. Δεν πήρα το βλέμμα σας, δεν πήρα την καρδιά σας. Μόνο ένα μικρό κομματάκι μέσα μου φέγγει δικό σας και με κάνει, όποτε κοιτάζω τα βουνά, να μην ξέρω αν πρέπει να νιώσω πιο ελεύθερος ή πιο φυλακισμένος. Ξέρω μονάχα ότι όποτε περνούσα την πόρτα του σπιτιού σου, ένιωθα ότι δεν ήθελα τίποτε άλλο, ένιωθα πλήρης μέσα σ' εκείνη τη φτωχική φωλιά. Κι αυτό γιατί με αγάπησες αλλά και μ' έμαθες να αγαπάω. Και για την αγάπη αυτή που μου έδωσες, για τις πληγές στο σώμα σου, ξέρω ότι θα πολεμήσω ό,τι με πολεμά, μέχρι να γίνει το θολωμένο, νωθρό βλέμμα μου καθαρό σαν το δικό σου.


Αναμνηστική φωτό Ταγματασφαλιτών με τους Ναζί από την εκδρομή τους στο Δίστομο.



Ο Έλληνας τσολιάς, αντιπροσωπευτικό δείγμα της Άριας φυλής, στο πλευρό των Ναζί. Ο Γερμανός αξιωματικός τσεκάρει να δει ποιος την έχει πιο μεγάλη. Την καραμπίνα.





Τυπική συνάθροιση Ναζί στο Reichstag. Ο παρεξηγημένος χαιρετισμός των Ναζί είναι βαθύτατα ελληνικός, επηρεασμένος από τον χαιρετισμό των Ταξί, Ελλήνων αυτοκινητιστών, συνοδευόμενος από το μνημειώδες "Που πα' ρε γύφτο!".




Έλληνες συνεχιστές του μισοτελειωμένου ναζιστικού οράματος. Το 4ο Ράιχ ή Μνημόνιο και τα παλικάρια του.

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

European Citizen - Forever Alone









           Πριν λίγες μέρες αναρτήθηκε στο 9gag το παραπάνω ποστ. Οι πρώτες αντιδράσεις των Ευρωπαίων ήταν οι αναμενόμενες. Έκανα ένα σχόλιο θέλοντας να εξηγήσω λίγο την ελληνική πλευρά αλλά και να στρέψω το μίσος σε μια άλλη κατεύθυνση που ίσως κάποιοι φίλοι μας από το εξωτερικό δεν είχαν υπόψιν τους. 
            Ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τσεκάρει κάποιος τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων πολιτών μαζεμένες σε μια σελίδα και να βγάλει τα συμπεράσματά του σχετικά με την κρίση στην Ευρωζώνη, τις απόψεις που επικρατούν για την Ελλάδα και το χρέος της καθώς και να διαπιστώσει πόσο καταπληκτική δουλειά έκαναν τα Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης πανευρωπαϊκά.
           Αυτή τη στιγμή η Ευρώπη χαροπαλεύει. Και δεν εννοώ οι κυβερνήσεις της ούτε οι τράπεζές της. Εννοώ οι πολίτες της. Πολίτες που καλούνται μέσω φόρων να πληρώσουν δάνεια σε χώρες για τις οποίες έχουν τη χειρίστη των απόψεων, καλλιεργώντας μίσος για ανθρώπους που παρουσιάζονται ως τεμπέληδες, ανάξιοι και χαραμοφάηδες. 
          Την ίδια στιγμή, οι Έλληνες πολίτες καλούνται να πληρώσουν χρέη των κυβερνήσεων και δάνεια που ούτε ξέρουν πού πάνε, ενώ παράλληλα βλέπουν τις ζωές τους να γκρεμίζονται και τις ελπίδες τους να σβήνουν. Είναι τα κλωτσοσκούφια όλου του κόσμου, τα παραπαίδια της γης, οι τεμπέληδες που ψάχνουν ευκαιρία να κάνουν τις λαμογιές τους σε βάρος των έντιμων Ευρωπαίων.
       Όταν δυο σκυλιά πεινάνε, έχουν την δυνατότητα θα ψάξουν μαζί για τροφή. Έχουν τη δυνατότητα να μοιραστούν τα αποφάγια που θα βρουν στο δρόμο. Δύσκολα θα πέσουν να φάνε το ένα το άλλο. Εδώ φάνηκε η καταπληκτική δουλειά των ΜΜΕ. Εκεί που οι απλοί Ευρωπαίοι πολίτες θα έβγαιναν στους δρόμους και θα κρεμούσαν ανάποδα τα καθίκια που τους υποδούλωσαν στο "ευρωπαϊκό ιδεώδες", μαθαίνουν να αλληλομισιούνται και να τρώγονται μεταξύ τους, αφήνοντας τις ηγεσίες των κρατών να πλιατσικολογούν ανενόχλητες. Τα περισσότερα σχόλια, όπως θα διαβάσατε, τόσο των Ελλήνων όσο και των περισσότερων Ευρωπαίων, είναι μονόπλευρα, φανατισμένα, βλακώδη. Η αλήθεια κάπου στο βάθος, διαφορετική όμως για τον καθένα. 
        "Κι εμείς έχουμε ΔΝΤ", έγραψε, νομίζω, κάποιος Λετονός, "αλλά δεν είμαστε τόσο χάλια. Κάναμε κάποιες αλλαγές και τώρα προχωράμε". Προχωράνε, με 250 ευρώ βασικό.  "Ζούμε σαν τα σκυλιά", έγραψε κάποιος Βούλγαρος από κάτω " αλλά δε χρεωκοπήσαμε". "Είστε η ντροπή της γης, πρέπει να καταστραφείτε", λέει πιο πάνω ένας συμπατριώτης του. Όταν οι κάτοικοι της Βόρειας Ελλάδας πήγαιναν τριήμερα στο Μπάνσκο και στη Σόφια και ξόδευαν όλα τα λεφτά τους εκεί, ήταν όλοι καλοδεχούμενοι. Πανηγύρια έκαναν οι γείτονές μας όταν άκουγαν τη λέξη "Έλληνας". Τώρα που είναι άφραγκος ο Έλληνας όμως, είναι και κακός, χαλάει την ευρωπιάτσα. Κι οι Ρώσοι, απίστευτο μίσος. Κάποιοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο Έλληνας δουλεύει έξι ώρες τη μέρα κι ότι κανείς μας δεν πληρώνει φόρους. 
         Παραδόξως, οι Τούρκοι ήταν πιο αντικειμενικοί και πιο καλά ενημερωμένοι από όλους. Μέχρι και σχόλια υποστήριξης και ευχές έστελναν! Πολίτες μιας χώρας που μάθαμε να μισούμε και να μας μισεί, που αλωνίζει στο Αιγαίο ανενόχλητη, έδειξαν κάτι, κατά τη γνώμη μου, πολύ σημαντικό: έδειξαν ότι αν οι λαοί μιλήσουν χωρίς μεσάζοντες, τη βρίσκουν την άκρη. Αν οι λαοί ενωθούν και καταλάβουν τη δύναμή τους, μπορούν να χτίσουν έναν κόσμο για εκείνους. Έναν κόσμο όπου ο πολίτης δε θα νιώθει forever alone. 
      Το τέλος, κατά τη γνώμη μου, είναι κοντά. Δεν το φοβάμαι. Αυτό που με φοβίζει είναι η νέα αρχή. Αλλά και με συναρπάζει. Για να δούμε...