Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Η Κοντέσα

            Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος από τότε που έφυγα από το νησί. Είναι θολή εκείνη η εικόνα, γεμάτη φασαρία, άγχος για τη μετακόμιση, κουτιά, τηλέφωνα... Όλα έπρεπε να γίνουν σε λίγες μόνο ημέρες κι έτσι όσα ένιωθα δεν είχα το χρόνο να τα βγάλω προς τα έξω, να τα σκεφτώ, να τα κάνω λέξεις.
              Λίγο πριν τα γενέθλιά μου, το Φλεβάρη, ήρθε ο προϊστάμενός μου και μου άφησε το χαρτί στο γραφείο. Ένα χαρτί που κι εγώ δεν ξέρω πόσο προσπάθησα για να έρθει. Εκείνο θα με πήγαινε κοντά στην οικογένειά μου, στον αδερφό μου, στο πατρικό μου. Κι όμως τώρα που επιτέλους ακούμπησε το γραφείο μου ο πολυπόθητος φάκελος, έμοιαζε ξένος, άκαιρος, σχεδόν ανεπιθύμητος. Σαν ένα δώρο Χριστουγέννων που ξεχάστηκε στο ταχυδρομείο και ήρθε μέσα στο Πάσχα. 
               Μέσα στη φούρια μου να σκεφτώ για τη μετακόμιση και να οργανώσω το χάος που έπρεπε να συμμαζέψω, ήταν λες και προσπαθούσα να στοιβάξω τους φίλους μου, τα στέκια μου, όσα είχα αγαπήσει μέσα σε κούτες από το σούπερ μάρκετ, να βρω όλες εκείνες τις φωτογραφίες που νόμιζα ότι είχα τραβήξει κι όμως ήταν απλά εικόνες που κρατούσα μέσα μου, θολές και παραμορφωμένες κατά πως ήθελα εγώ. Θυμάμαι εκείνο το στίχο του Εγγονόπουλου για τους ξενιτεμένους, ένα στίχο που πάντα με έκρυβε μέσα του, που έλεγε για εκείνους που νοστάλγησαν έναν τόπο που άφησαν αλλά δεν τόλμησαν να γυρίσουν εκεί, από φόβο μην ξανανοσταλγήσουν. Έτσι ήμουν κι εγώ τώρα, καπετάνιος της δεκάρας ανάμεσα σε δυο πατρίδες, ένας γερασμένος πιτσιρικάς που κρύβεται ανάμεσα σ' αυτά που νοσταλγεί και σ' αυτά που περιμένει, έτοιμος πάντα να φύγει, να εκτοξεύσει παντού με δύναμη μαύρες πέτρες, να βρίσει όσους του είπαν σ' αγαπώ και να τρέξει πάντα για εκεί που θα νιώθει αρκετά ξένος ώστε να μην τον αγγίζει τίποτα.
            Δεν προλάβαινα καν να σκεφτώ τι θα μου έλειπε περισσότερο, τι ήθελα να πω σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που γνώρισα τόσα χρόνια, που μάλωσα και που αγάπησα και που ίσως δε θα ξανάβλεπα ποτέ. Κι όμως, το παράδοξο ήταν που τελικά μου έλειπαν πιο πολύ όχι όσα αγάπησα αλλά όσα έβριζα κι αυτό γιατί όλα τα πράγματα μπορείς να τα αγαπήσεις κι αυτή η αίσθηση της χαμένης ευκαιρίας σε θυμώνει, σε στεναχωρεί. Οι φίλοι μου, κρυμμένοι όλοι μέσα μου, δε μου έλειψαν ποτέ. Τα στέκια μου, τα χόρτασα τόσο που τα άφηνα χαμογελώντας. Το σπίτι μου, τυπωμένο στο μυαλό μου σπιθαμή προς σπιθαμή, ούτε που το χαιρέτησα. Εκείνο το κτίριο όμως, που τόσο το είχα σιχτιρίσει και το ονειρευόμουν καμένο κάθε βράδυ, που μέσα του είχα περάσει οχτάωρα και δεκάωρα που έλεγα δε θα τελειώσουν ποτέ, που μάλωσα και κουράστηκα όσο πουθενά αλλού, εκεί μόνο δάκρυσα. 
         Έκανα να συγυρίσω το ταλαιπωρημένο μου γραφείο και μάζευα σημειώσεις, τηλέφωνα, αποδείξεις, συνδετηράκια, στυλό κι ήταν σαν να μάζευα καλοκαίρια, ψιλόβροχα, βόλτες ατέλειωτες και γωνιές της πόλης. Μάζευα όλα αυτά τα συμπράγκαλα μιας μικρής ζωής και μιας νιότης ανόητης, γεμάτης θυμό, έρωτα, όνειρα και γέλιο, πολύ γέλιο, έτοιμο να εκπυρσοκροτήσει κάθε φορά που κάποιο δάκρυ έκανε να βγει. 
              Κι εκείνο το δάκρυ με πρόλαβε στο τελευταίο μου δρομολόγιο, στο πλοίο που κι αυτό τόσο πρόστυχα έβριζα κάθε φορά που έβρεχε και μας πήγαινε πέρα δώθε. Είχε λιακάδα εκείνη τη μέρα, σαν να μου έλεγε "ανυπόμονε, γκρινιάρη, τι κατάλαβες τώρα;". Καθόμουν με τη μητέρα μου στο κατάστρωμα, είχε έρθει να με βοηθήσει, σαν να ήξερε το χάος που έκρυβα μέσα μου. Σαν έβλεπα το παλιό φρούριο όμως να βυθίζεται στο Ιόνιο, ήταν λες κι έβλεπα και μια άλλη μάνα, που με πρόσεχε όλα αυτά τα χρόνια, να ανοίγει την αγκαλιά της και να με αφήνει χαμογελαστή, λέγοντάς μου "εγώ εδώ θα είμαι, όποτε με χρειαστείς". Ήταν μια γερασμένη κυρία, νευρική αλλά γλυκύτατη, με τη χαρακτηριστική της προφορά, μια τρελή κοντέσα, που τριγυρνούσε για αιώνες μέσα στα βενετσιάνικα καντούνια ν' ανάψει ένα κερί στον Άγιο, να ψωνίσει στην αγορά, να μιλήσει με τα περιστέρια. Κι εκεί στην κουπαστή, κρυφά απ΄τη μάνα μου, της χάρισα εκείνο το δάκρυ, που πρόλαβε να βγει πριν το κρύψω με κάποιο από εκείνα τα σαχλά αστεία που φύλαγα γι΄ αυτές τις περιπτώσεις.
           Καμιά φορά, στο νέο μου πόστο, όλο και θα τύχαινε κάτι να μου θυμίζει εκείνη την εποχή. Κάποιος λογαριασμός για κατάθεση, κάποιος φοιτητής με κερκυραϊκό επώνυμο, κάποιος περαστικός. Ήταν περίεργο πως γινόταν ένας απλός κωδικός καταστήματος ή ένα απλό επώνυμο να μου φέρνει στο μυαλό καλοκαίρια, αρώματα και φωνές, τραγούδια και παρέες από το παρελθόν. Πολλές φορές μ' έπιανε εκείνο το περίεργο ξωτικό απ' τα μαλλιά και με έχωνε με βία στο αυτοκίνητο, περνούσα σφαίρα την Εγνατία και πήγαινα για μια δυο μέρες επίσκεψη στο νησί, φώλιαζα στον καναπέ κάποιου φίλου και γυρνούσα την πόλη σαν ξένος, κρυμμένος σε καινούρια ρούχα, αλλιώτικα, χωρίς τα γυαλιά που χαρακτήριζαν για χρόνια το πρόσωπό μου. Χαιρετούσα στο δρόμο ανθρώπους που τόσα χρόνια έβλεπα και γνώριζα λιγάκι και είχα πλάσει γι' αυτούς ιστορίες ολόκληρες. Κι εκείνοι με κοιτούσαν απορημένοι, σίγουροι πως κάπου με είχαν ξαναδεί, πως κάτι τους θύμιζα. Τίποτα δεν άλλαξε, τους έλεγα, τίποτα δε χάθηκε. Τίποτα, εκτός από μένα.


Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Να περάσει το επόμενο νούμερο!!

      Τη συγκεκριμένη ατάκα την είπε τις προάλλες ένας ταμίας άθελά του ενώ ήθελε να πει «να περάσει ο πελάτης με  το επόμενο νούμερο». Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις βέβαια, έχει δίκιο. Γιατί ο πελάτης που είχε το προηγούμενο νούμερο ενώ ήρθε ο ίδιος καθυστερημένος, φωνάζει για ξεκάρφωμα ότι ο ταμίας φταίει που πατάει τα νούμερα γρήγορα. Πριν από λίγο βέβαια, φώναζε από κάτω «πιο γρήγορα ρεεεε!!!». Κι επειδή η έκδοση άδειας οπλοφορίας είναι μια χρονοβόρα διαδικασία, ο ταμίας κάνει την πάπια και συνεχίζει.
Εδώ που τα λέμε, το θέμα με τον αριθμό προτεραιότητας και τη σειρά παραείναι εύκολο για να δημιουργεί τόση φασαρία. Αρκεί απλά να βγάλεις το χαρτάκι, να δεις τον αριθμό που γράφει επάνω και να περιμένεις να έρθει η σειρά σου. 





       Κι όμως, οι μισοί ξεχνιούνται, άλλοι δεν το κοιτάνε καν και απλά έρχονται όταν θεωρήσουν ότι περίμεναν αρκετά και άλλοι πηγαίνουν στον ταμία που φαίνεται ότι γάμησε το προηγούμενο βράδυ άρα θα ‘χει κέφια (true story). Το πρόβλημα όμως δε σταματάει εκεί. Ο διπλανός ταμίας που δεν έχει αντιληφθεί τι έγινε, συνεχίζει τις συναλλαγές με αποτέλεσμα ο πελάτης που δεν έχει εξυπηρετηθεί να τσατιστεί και να χωθεί μπροστά με το ζόρι και ο άλλος πελάτης που μόλις ήρθε πρέπει να περιμένει και ούτω καθεξής. Αυτό το γαϊτανάκι μπορεί να διαρκέσει κάνα μισάωρο και στάνταρ κάποια στιγμή θα βγουν μαχαίρια. 
     Βέβαια εδώ δεν αναφέρουμε καν αυτούς που έρχονται στην πουστιά όταν βλέπουν ότι δεν πλησιάζει κανένας στο ταμείο. Αν εκεί δεν το πάρεις πρέφα γρήγορα να τον διώξεις, θα εμφανιστεί από το πουθενά μια ιερόδουλη ακουμπισμένη σε ένα μεταλλικό κιγκλίδωμα. Κοινώς, θα γίνει της πουτάνας το κάγκελο. 
     Για να μην πω για τα πιτσιρίκια που παίζουν με το μηχάνημα και βγάζουν εκατό χαρτάκια οπότε εσύ μετά χτυπάς μια ώρα κι ακούγεται λες και υπάρχει ασθενοφόρο στην αίθουσα. Βάλε στη λίστα παππούδες με καταρράκτη, douchebags που θεωρούν ότι διακόσια ευρώ στο βιβλιάριο τους κάνουν "σημαντικούς πελάτες" και γιαγιάδες που έχουν αδυναμία σε ένα συγκεκριμένο ταμία (τον ανύπαντρο, για τη εγγονή τους) και έχεις μια πρόχειρη εικόνα. 
    Κι όλα αυτά για ένα χαρτάκι που δε φτάνει ούτε για να σκουπίσει τον κώλο του ο αρουραίος του καταστήματος. 
   Έτσι, θέλοντας να σταματήσω αυτή την παράνοια, σκέφτηκα, σήμερα που δεν είχαμε δουλειά, κάποιες πιθανές λύσεις. Χήαρ γιου γκόου:


- Ουρές. 

      Όπως τα παλιά τα χρόνια. Κατ’ αρχήν όταν στέκεσαι όρθιος δε μπορείς να πιάσεις τη φλυαρία με τις ώρες οπότε θα έχουμε ησυχία. Επίσης, οι ταμίες θα κάνουν πιο γρήγορα αναγκαστικά και δε θα κωλοβαράνε μεταξύ των συναλλαγών. 


- Ραντεβού.

    Τι γελάτε ρε; Όπως το γιατρό. Εννοείται δε μιλάμε για αυτούς που έχουν συντάξεις, πληρωμή φόρων κλπ. Αλλά κάποιοι πελάτες που έχουν ΑΥΣΤΗΡΑ τραπεζικές συναλλαγές και μάλιστα σημαντικές, όπως κάλυψη επιταγών, καταθέσεις μεγάλων ποσών κλπ θα έρχονται μια συγκεκριμένη ώρα και θα εξυπηρετούνται κατευθείαν, εφόσον το έχουν κανονίσει. Για να μη γίνει και χούι, βάζουμε και μια μικρή προμήθεια. Αλλιώς, να τους πούμε καθαρά ότι δεν τους γουστάρουμε να πάνε κι αυτοί αλλού. 


- Κουπόνι «διαρκείας»

     Πρόκειται για αστειάκι που λέμε σε κάποιους συναλλασσόμενους που έρχονται στην τράπεζα ίσαμε τρεις φορές τη μέρα και τους έχουμε θάρρος. Σκεφτείτε το όμως πριν πείτε πάλι ότι το ‘χω κάψει τελείως. Υπάλληλοι επιχειρήσεων, λογιστές, εκπρόσωποι εταιρειών, έρχονται και περιμένουν τρεις ώρες κάθε μέρα για δυο συναλλαγές. Βγάζουμε ένα τέτοιο κουπόνι διάρκειας ενός μήνα (το πουλάμε κιόλας άμα λάχει, να καλύψουμε και το «κούρεμα» των ομολόγων) και έρχονται όποτε θέλουν χωρίς να μας τρώνε στη μάπα όλη μέρα.


- Κλήρωση

    Μην το γελάτε καθόλου. Θα παίρνουν χαρτάκια όλοι, θα βάζει η κοπέλα της πρακτικής τα αντίστοιχα νούμερα σε μια γυάλα κι όποτε τελειώνει μια συναλλαγή θα τραβάμε κλήρο για το ποιος θα εξυπηρετηθεί. Έτσι θα περνάνε ευχάριστα και δημιουργικά οι ώρες που πρέπει να παραμείνει κάποιος στην τράπεζα. 
      
       Χαχα, ναι, ο Γιούρι κάνει χιούμορ, λολ. Τώρα που η διοίκηση απειλεί να μας κόψει δύο μισθούς στην ψύχρα, η πεποίθηση ότι θα δουλεύουμε όπως και πριν είναι τουλάχιστον αστεία. Αν στα κανονικά μου έβγαζα 220 παραστατικά τη μέρα για πλάκα, τώρα που δε θα πληρώνομαι θα βγάζω, χμ περίπου 120. Τη βδομάδα. Κλήρωση; Μη σου πω θα βάλω τους παππούδες να παίξουν και μπίγκο…





  <--- Πωλείται...

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Πάσιβ Αγκρέσιβ Μέρος 2ον


Η επική συνέχεια ενός επικού άρθρου. 


Παράδειγμα 5:

Είσαι καινούριος στο κατάστημα κι αυτό φαίνεται. Έχεις αυτό το αφόρητα σέξυ  βλέμμα του φοβισμένου κατοικίδιου που ψάχνει λίγη στοργή μέσα στην απρόσωπη ρουτίνα του καταστήματος. Και ενώ ο προϊστάμενός σου σού έχει αναθέσει πέντε συγκεκριμένες δουλειές και αρχίζεις να γίνεσαι και πολύ γαμάω, για κάποιο λόγο όποιος περνάει από το γραφείο σου σού πετάει και από μια στίβα χαρτιά με το καλημέρα σας. Μάλιστα μερικοί παίρνεις όρκο ότι δεν είναι καν υπάλληλοι του δικού σου καταστήματος ή και της τράπεζας ακόμα, απλά έπεσε γραμμή ότι υπάρχει μαλάκας στη γειτονιά κι έρχονται όλοι για φωτοτυπίες, φαξ, μασάζ στον αυχένα και συμβουλές αστρολογίας.
Αντιμετώπιση: Μπορεί λόγω απειρίας να φαίνεσαι λίγο στόκος αλλά όλοι ξέρουμε ότι δεν είσαι. Όταν σου δίνουν τη δουλειά, χαμογελάς, την αφήνεις πάνω στο γραφείο και συνεχίζεις να κάνεις αυτά που σου έχει αναθέσει ο προϊστάμενός σου. 
      
Μάλιστα, διαβεβαιώνεις το «θύμα» σου ότι θα κάνεις όσο πιο γρήγορα γίνεται. 

Αυτό που δεν του λες φυσικά είναι ότι στην πραγματικότητα θα τα κάνεις όσο πιο πουτάνα γίνεται. 

Μια λάθος άθροιση, δυο τρεις χαμένες φωτοτυπίες, ένας απαράδεκτος γραφικός χαρακτήρας είναι αρκετά για να δημιουργήσουν το χάος σε μια τόσο ψυχαναγκαστική δουλειά. Σε λίγο καιρό θα ξεχάσουν ότι υπάρχεις κιόλας. 
Προσοχή όμως γιατί άλλο να μη γουστάρεις να σε φορτώνουνε κι άλλο να μη γουστάρεις να δουλέψεις. Οι ισορροπίες είναι λεπτές αλλά το ξύλο που θα φας όχι και τόσο…



Παράδειγμα Νο 6

Χτυπάς νουμεράκι και σκάει πελάτης. Ζητάς ταυτότητα. 
Τρεις οι πιθανές επιλογές:

-Τη βγάζει και στη δίνει αμέσως.

-Σε κοιτάει με ένα προσβεβλημένο βλέμμα, σαν να ήταν ο George Clooney κι έφαγε χυλόπιτα, τη βγάζει και τη χτυπάει στο γκισέ. 

-Βρίσκει ένα σωρό δικαιολογίες για να μη στη δώσει. Μια λέει ότι την έχασε, μια ότι «καλά, τι τη χρειάζεστε;», μια ότι χάθηκε ως δια μαγείας απ την τσάντα κι άλλα τέτοια χαριτωμένα.  
Το θέμα είναι ένα: 
Ο τύπος ή έχει χάσει την ταυτότητα παλιότερα και τώρα την προσέχει σα μονάκριβο παιδί που πάσχει μάλιστα από ανίατη ασθένεια ή απλά είναι ψυχαναγκαστικός και τη θέλει να αστράφτει. Τη φυλάει μάλιστα σε ειδική δερμάτινη θήκη με διπλή ζελατίνα, τόσο καλά σφηνωμένη που δε μπορεί να τη βγάλει ούτε ο βασιλιάς Αρθούρος. 

Αντιμετώπιση: Παίρνεις με στυλ την ταυτότητα και πριν προλάβεις να την αφήσεις στο γραφείο φταρνίζεσαι πάνω της και τη σκουπίζεις πάνω στο πουκάμισό σου. Του λες ότι πρέπει να τη βγάλεις φωτοτυπία κι ότι επιστρέφεις σε λίγο αλλά με το που σηκωθείς «πέφτει» στην καρέκλα και καθίζεις τον κώλο σου πάνω της. 
     Αφού την έχεις βγάλει φωτοτυπία και μάλιστα θεοσκότεινα, να φαίνεται σαν ανιψιός του Morgan Freeman, επιστρέφεις στο γραφείο σου και πριν του τη δώσεις σου «πέφτει» στο πάτωμα και την πατάς «κατά λάθος». Πάνω που ο τύπος αρχίζει να χτυπάει τη μύτη του για να μην πάθει εγκεφαλικό, του την επιστρέφεις χαμογελαστός. 

Τι έπαθε η ταυτότητα με όλη αυτή τη διαδικασία; 

ΤΙΠΟΤΑ!! Κι αυτό γιατί είναι φτιαγμένη για να τη χρησιμοποιείς για χρόνια! Επίσης, ποιος στόκος μπορεί να πιστεύει ότι πετάμε τις ταυτότητες στον κάδο αν τις ξεχάσουν οι πελάτες στο ταμείο; 


(Φοβάμαι πως) θ' ακολουθήσουν κι άλλα...

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Πάσιβ Αγκρέσιβ Μέρος 1ον


Παθητική επιθετικότητα.

ΠΕ : Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον έμμεσο και, πολλές φορές, ύπουλο τρόπο με τον οποίο ένα άτομο αντιδρά με επειδή δε μπορεί να εκφράσει ευθέως τα συναισθήματά του.
Συνήθως αυτή η συμπεριφορά πηγάζει από την παιδική ηλικία και από περιπτώσεις όπου το παιδί δεν είχε τη δυνατότητα να εκφράσει αυτό που πραγματικά νιώθει, φοβούμενο τις αντιδράσεις του περίγυρού του. Υιοθετεί λοιπόν μια συγκεκαλυμένη συμπεριφορά που δε μπορεί να θεωρηθεί επίθεση αλλά προκαλεί εν τούτοις σύγχυση και εκνευρισμό στο “θύμα” του.

Όπως καταλάβατε, μιλάμε για διαστροφάρα.

Ένα τυπικό παράδειγμα είναι η κλασική, σπαρακτική αλλά χαμηλόφωνη ατάκα της μαμάς "Βγείτε εσείς παιδιά μου, περάστε εσείς καλά κι αφήστε με εμένα εδώ, μονάχη". Στην ουσία σου λέει «ρε κωλόπαιδο, τόσο γραμμένη την έχεις πια τη μάνα σου;».

Ένα άλλο είναι ο επίσης κλασικός διάλογος "Τι έχεις;", "Τίποτα" που συναντάται συχνά σε ζευγάρια. Εκείνη τη στιγμή το «τίποτα» δε σημαίνει παρά: «τόλμα να κάνεις τον αδιάφορο και την π….σες».

Κι επειδή, όπως προείπα, πρόκειται για πρώτης τάξεως διαστροφή, πού αλλού θα έβρισκε πλήρη εφαρμογή; Άαα γειά σου.

Στο ταμείο λοιπόν όπως και σε κάθε περιβάλλον εξυπηρέτησης πελατών, οι εντάσεις και οι διαφωνίες μεταξύ πελατών και υπαλλήλων είναι συχνό φαινόμενο και απαιτούν έξυπνη μεταχείριση.  Έλα όμως που τα πράγματα εδώ δεν είναι εύκολα για τον υπάλληλο. Δε μπορείς να απαντήσεις στον πελάτη όπως θα 'πρεπε γιατί ανά πάσα στιγμή, έχει δεν έχει δίκιο (μαντέψτε με τι αναλογία), μπορεί να σου κάνει αναφορά και να σε ακολουθεί για πάντα.
Οπότε το μόνο που σου μένει είναι να πας μέσα στην τουαλέτα και να ξεστομίσεις τα γαμωσταυρίδια σου άνετα, να κάνεις ένα τσιγάρο να χαλαρώσεις, να πας σπίτι και να παίζεις μποξ με το μαξιλάρι σου όλο το βράδυ ή να κάνεις άγριο, μεσημεριάτικο σεξ στη γυναίκα σου χωρίς να της δώσεις περαιτέρω εξηγήσεις (οκ αυτό παλεύεται αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας).
Τι άλλο μπορείς να κάνεις λοιπόν όταν σου τη σπάνε κι απλά δε μπορείς να είσαι ο εαυτός σου; Σωστά. Παθητική επιθετικότητα to death!



Παράδειγμα 1:

Σκάει ο κλασικός τύπος μεταξύ 35- 60, πρώην οικοδόμος/ντελιβεράς/γκαρσόνι και νυν «επιχειρηματίας», τα χρέη του οποίου ανταγωνίζονται εκείνα ενός μικρού δήμου της ελληνικής επικράτειας. Σου φέρνει –εννοείται πάντα μετά τις 2.24- την κλασική αρμαθιά με λογιών-λογιών «χαρτονομίσματα», ανακατεμένα, τσαλακωμένα κι ιδρωμένα, σαν χρωματιστά κωλόχαρτα. Τα μετράς και κλασικά είναι λιγότερα από αυτά που σου έχει πει αρχικά να καταθέσεις, άσε που η μηχανή καταμέτρησης απ’ το πολύ μάσημα έβγαλε μήνυμα RU SERIOUS?. Το πρόγραμμά μας συνεχίζεται με ακάλυπτες επιταγές, ένα κάρο ληξιπρόθεσμα και ό, τι άλλη κωλοσυναλλαγή υπάρχει διαθέσιμη. Του λες με ευγενικό και εύσχημο τρόπο ότι είναι εντελώς για τον πούτσο και αυτός και η επιχείρησή του κι αυτός σε κοιτάει λες και του είπες ότι είναι εντελώς για τον πούτσο και αυτός και η επιχείρησή του.            

 Αντιμετώπιση: Α, όλα κι όλα, τις πρώτες δυο τρεις φορές θα τη φας. Μάλιστα, ο τυπάς θα αποκτήσει σταδιακά το υφάκι “youre my bitch” κάθε φορά που θα σε πετυχαίνει. Εδώ είναι που θα εξαντλήσεις και τα 100 μιλιγκράμ «εξουσίας» που έχεις σαν υπάλληλος και μάλιστα όσο πιο καταχρηστικά μπορείς. Με το που τον δεις ή τον μυρίσεις –έχει μια χαρακτηριστική μυρωδιά- ετοιμάζεσαι: Πλησιάζει, σε κοιτάει και, πάνω που ο εγκέφαλος έχει δώσει εντολή για να φορέσει το γνωστό αυτάρεσκο υφάκι, σηκώνεσαι, σκας ένα κωλοπαιδίστικο μειδίαμα και φεύγεις για «διάλειμμα», αφήνοντάς τον στα κρύα του λουτρού (το οποίο, παρεμπιπτόντως, έχει να επισκεφτεί αρκετό διάστημα). Έρευνες όμως έχουν αποδείξει ότι αυτή η πρακτική μπορεί να γίνει ακόμα πιο σπαστική αν, την ώρα που σηκωθείς, τεντωθείς κιόλας. Επιστρέφεις στις 2.29 ακριβώς και, εκεί που είναι έτοιμος να εκραγεί, του πετάς με νάζι «μα, τι ώρα είναι αυτή που έρχεστε;».



Παράδειγμα 2:

Είναι 2.29 και η μέρα ήταν  κάτι παραπάνω από χαλαρή. Εκεί όμως που ετοιμάζεσαι να κλείσεις, σκάει μύτη το κλασικό αρχίδι που ξέρει, λέει, τον διευθυντή -αν κ ο ίδιος ο διευθυντής παίρνει όρκο ότι δεν τον έχει ξαναδεί στη ζωή του- και επιμένει να εξυπηρετηθεί. Έχει μάλιστα φορέσει στη μάπα του κι εκείνο το σαρδόνιο χαμόγελο της αυτοπεποίθησης, σίγουρος ότι θα εξυπηρετηθεί ό, τι και να γίνει.

Αντιμετώπιση: "Αυτή την ανάληψη θα τη θυμάσαι, φιλαράκι", σκέφτεσαι από μέσα σου. Ο τυπάς έκανε τη μαλακία να σκάσει μύτη αμέσως μετά τον προηγούμενο, οπότε μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Σου λέει το ποσό ανάληψης, το γράφεις, κάνεις τη συναλλαγή και βγάζεις με χάρη από το ταμείο σου όλα τα γλιτσιασμένα χαρτονομίσματα που σου άφησε προίκα ο προηγούμενος. Ο μάγκας τα χάνει για λίγο αλλά κουμάντο εκείνη τη δύσκολη ώρα κάνεις εσύ. «Μόνο αυτά έχουμε», του λες έτοιμος να σκάσεις στα γέλια και, κλασικά, «λυπάμαι».




Παράδειγμα 3:
Το επόμενο κλασικό παράδειγμα Ελληνάρα μου σπάει τόσο πολύ τα νεύρα που μου έρχεται να στείλω στη Μέρκελ ευχαριστήρια επιστολή για το στραπ ον που μας φοράει σαν έθνος τα τελευταία χρόνια. Θα μου πεις, χαλιέσαι για μικρολεπτομέρειες; Ε, και μια καρφίτσα μικρολεπτομέρεια είναι αλλά αν σου μπει στο μάτι αλλάζεις γνώμη αρκετά γρήγορα.           
  
Χτυπάς νουμεράκι και σκάει πελάτης.
-Καλημέρα σας.
-Χίλια ευρώ.
-Ναι, καλημέρα σας είπα.
-Χίλια ευρώ ανάληψη.
-Καλά τόσο κάφρος είσαι; Σου είπα καλημέρα, πες μου κι εσύ «καλημέρα»!
-Χίλια ευρώ.
            -Μα, δεν είναι κάτι, μια λεξούλα είναι, ΠΕΣ ΤΗ ΝΑ ΠΑΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ!
            -Χίλια ευρώ.
            -Γαμιέσαι.
             -Και κάνε μου και μια ενημέρωση.
          
      ‘Ντάξει, ο διάλογος δεν ισχύει αλλά το νόημα το πιάσατε. Ο τύπος προτιμά να γυρίσουμε όχι στη δραχμή αλλά και στο φοίνικα άμα λάχει παρά να σου πει έστω και «‘μέρα». Μερικοί μάλιστα δεν καταδέχονται να ανοίξουν το στόμα τους ούτε καν για να σου πουν τι θέλουν και νομίζεις ότι ήρθε να κάνει ανάληψη η Λάσι. Μέχρι και το ποσό με γρυλίσματα το λένε. Όπως και να ‘χει, θεωρώ απαράδεκτο να λες καλημέρα σε κάποιον και να μη σου απαντάει, λες και του ‘κανες τίποτα. Όσα βάσανα και να έχεις, ό, τι κι αν σου έχει συμβεί, αν δε μπορείς να φερθείς με την υποτυπώδη ευγένεια, τότε δε σου αξίζουν κι όσα καλά ενδεχομένως σου τύχουν.

Αντιμετώπιση: Στην πρώτη κρυάδα, ξεκινάς τη συναλλαγή αμίλητος και αφόρητα cool. Σε λίγο και χωρίς να έχει αντιληφθεί ο τύπος ότι τσατίστηκες, θα σε ρωτήσει κλασικά κάτι για το λογαριασμό, για το υπόλοιπο του δανείου, κάτι άσχετο τέλος πάντων. Εσύ συνεχίζεις αμίλητος. Εκείνος επιμένει, σε ξαναρωτάει αλλά εσύ στον κόσμο σου. «Ρε, θα μου πεις καμιά ώρα;», τίποτα εσύ. Του  δίνεις την απόδειξη, τα ρέστα κι εκεί που έχει πάρει το ύφος του ντερεκιού με τις αλυσίδες από τους 300 (του μοιάζει κιόλας) και σου κάνει την ίδια ερώτηση για τέταρτη φορά κατακόκκινος, του μουρμουρίζεις: «Με ρωτήσατε κάτι;»

Παράδειγμα 4:

Έχεις αναλάβει το ταμείο εμπόρων. Αυτό το πουστόποστο που νομίζεις ότι είναι πιο χαλαρό από το κανονικό ταμείο αλλά στην πραγματικότητα είναι χειρότερο κι από επίσκεψη στο Σαπωνοποιείο "Άουσβιτς". Εκεί που κάθεσαι αραχτός και ξύνεις ό, τι τέλος πάντων σε ξύνει, σκάνε μέσα πέντε μεγαλέμποροι που όλοι διατείνονται ότι είναι γαμώ τους πελάτες και δεν καταδέχονται με τίποτα να μπούνε στη σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο.
Τι κάνουν λοιπόν αυτοί οι πρωτεργάτες του αριστοκρατικού σαβουάρ βιβρ; Κάθονται όοολοι μαζί από πάνω σου, κόβοντάς σου τον αέρα από κάθε πιθανή δίοδο. Αρχίζουν όλοι μαζί συνομωτικά να σε κοιτάζουν επίμονα, να χτυπούν νευρικά τα χέρια τους στο γκισέ, να ξεροβήχουν με "νόημα", να σιγομουρμουρίζουν κάτι προσβλητικό για την Παναγία σου, πιστεύοντας ότι έτσι θα βιαστείς περισσότερο. Μα καλά, τόσο μαλάκας φαίνεσαι;

Αντιμετώπιση: Παίρνεις βαθιά αναπνοή, χαλαρώνεις, αυτοσυγκεντρώνεσαι. Αυτό που ετοιμάζεσαι να κάνεις, χέστη υπαλληλάκο, απαιτεί απίστευτη δύναμη και προετοιμασία. Φαντάζεσαι ότι γύρω σου δεν υπάρχει κανείς, είσαι στην κορυφή ενός απόκρημνου βουνού. Συνεχίζεις τις συναλλαγές με τον πιο αργό, εκνευριστικό και βασανιστικό τρόπο, σαν ασκήσεις κουνγκ φου με μουσική υπόκρουση γιαπωνέζικο φλάουτο.
Ελέγχεις μέχρι και το παραμικρό στοιχείο της συναλλαγής και κοιτάς ένα-ένα τα πενηντάευρα στο φως "μην είναι κανένα πλαστό". Αν σε ρωτήσουν κάτι, πριν μιλήσεις, δαγκώνεις πρώτα λίγο κουλούρι και μετά μιλάς δυνατά, ψεκάζοντας σουσάμι και σάλια προς κάθε …ενδιαφερόμενο.
Σε λίγο η ασφυκτική εντροπία που έχει κατακλύσει το ταμείο αρχίζει και περικυκλώνει τους "μεγαλέμπορους" που την προκάλεσαν κι έτσι ένας-ένας την κάνουν τσατισμένοι κι έτοιμοι να σκάσουν. Την άλλη φορά που θα έρθουν, ίσως σκεφτούν να φερθούν λίγο πιο κόσμια.

                                                                                                                               (Συνεχίζεται...)



Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Ανήμερα τ΄ Αγιού.




      Ξύπνησα αργά, όπως αρμόζει σε κάθε αργία και κατέβηκα με το πάσο μου στο κέντρο, εκεί που είχαμε κανονίσει για καφέ. Ο καιρός μουντός αλλά γλυκός, ούτε ζεστός ούτε κρύος.
     Όλοι γύρω μας καλοντυμένοι, οι γυναίκες όλες με ωραία χτενίσματα, τα παιδιά στριμωγμένα στα καλά τους, να τρέχουν ζωηρά στην καφετέρια. Μόνο εμείς, τυπικοί, καθημερινοί, αξύριστοι, είχαμε το ευπρεπές θράσος απλά να αράζουμε και να απολαμβάνουμε τον καφέ μας όταν όλοι γύρω γιόρταζαν. Και γιόρταζαν φωναχτά, χαρούμενα ενώ εμείς, οι ξένοι σε αυτό τον τόπο απλά ξεκουραζόμασταν βλέποντας σε τούτη τη μέρα, μια μέρα τυπική σαν όλες τις άλλες.
     Κατηφορίσαμε το μεσημέρι για τα σπίτια μας. Θα διασχίζαμε τη Βουλγάρεως κι ύστερα ο καθένας στο δρόμο του. Έκανε πως έβρεχε, η πόλη ησύχαζε κι ετοιμαζόταν για τη βραδινή της γιορτή. Γύρω μας όλοι με μια σακούλα στο χέρι, ένα γλυκό, μια γραβάτα, ένα παιχνίδι για το μικρό, για κάπου  ετοιμάζονταν, έβρισκαν γνωστούς στο δρόμο, αντάλλαζαν ευχές...
     Κοιτούσαμε και δε σχολιάζαμε, σαν να μην καταλαβαίναμε τι συμβαίνει ενώ απλά δε μας έκανε καρδιά να παραδεχτούμε ότι εμείς δεν ήμαστε κομμάτι αυτής της χαράς. Νιώθαμε κι ας μην το ομολογούσαμε, ένα κρύο στους ώμους και στις πλάτες μας, έτσι που όλοι αγκαλιάζονταν μεταξύ τους κι εμείς μονάχοι, απλά περπατούσαμε ανάμεσά τους. Κι όμως, ήταν ωραία.
    Τα φτωχόσπιτα στο κέντρο, οι παλιές πολυκατοικίες οι λιωμένες από την υγρασία άνοιγαν τα ζεστά πορτοκαλιά τους φώτα και περίμεναν τον κόσμο, συγγενείς, φίλους, αγαπημένους. Μια γλυκιά φασαρία από ευχές και φωνές, δώρα και όμορφα πανωφόρια. Όλη η πόλη μύριζε λουκουμάδες κι αγάπη, λες και οι κάτοικοί της ράντιζαν γελώντας ο ένας τον άλλο με μέλι και κανέλα και έμοιαζαν, έτσι αγκαλιασμένοι, με μικρά κεσεδάκια.
   Γύρισα σπίτι, ψευτομαγείρεψα ό,τι βρήκα πρόχειρο και τυλίχτηκα στην κουβέρτα, μπροστά στην τηλεόραση. Σαν μ' έπαιρνε ο ύπνος, σκεφτόμουν όλους εκείνους τους Σπύρους που είχαν την τιμητική τους σήμερα είτε τους είχα γνωρίσει στο γκισέ είτε τους ήξερα από κάπου.
    Ο μπαρμπα Σπύρος, ο εβδομηντάχρονος εκείνος λεβέντης, χρόνια στο χωριό με τις ελιές του και τα πορτοκάλια του, τώρα συνταξιούχος έμενε στην Αλεπού μαζί με την κόρη του. Ή ο Σπυρέτος, λογιστής, λίγο μεγαλύτερος, που ετοιμαζόταν να παντρευτεί το καλοκαίρι. Ή ο Σπυράκος, ο πιτσιρικάς που ερχόταν με τη μητέρα του στην τράπεζα, με το βλέμμα όλο φωτιά και τα τσουλούφια να καλύπτουν το εφηβικό του μούτρο, που όλο βιαζότανε.
    Κι η Σπυριδούλα, η γιαγιά από τους Καστελάνους που τόσο μου θύμιζε τη δική μου γιαγιά. Πιστεύω αν δε μας χώριζε ο γκισές θα μου χάιδευε τα μαλλιά κάθε φορά που ερχόταν να πάρει τη σύνταξή της. Τόση αγάπη έκρυβε το βλέμμα της.
    Κι ήταν κι εκείνη η μικρή, αν την έλεγαν Σπυριδούλα, με τα κόκκινα μάγουλα και τα κατάξανθα μαλλιά, να κρύβουν τα μεγάλα ματάκια της καθώς περπατούσε βιαστική για να πάει στη δουλειά της.
Εκείνα τα μάτια που κρυβαν τέτοια τεράστια μοναξιά, μια λύπη που πλάκωνε σαν ταφόπλακα την ομορφιά της ηλικίας της και που όλη μέρα τη σκεφτόμουν έστω και για λίγα δευτερόλεπτα αν την έβλεπα μπροστά μου.
    Έτσι ήθελα, καθώς κατέβαινα στην πόλη το βράδυ, να μάθαινα που έμενε και να της χτυπούσα το κουδούνι. Θα είχα στα χέρια μου ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα και μια σοκολάτα και μόλις άνοιγε, θα την αγκάλιαζα και θα της έλεγα να μη νιώσει ποτέ ξανά μόνη, να μάθει ότι υπήρχε κάποιος που τη σκεφτόταν μέρες, μήνες τώρα. Κι ας μην ήταν ερωτική η αγκαλιά, ας ερχόμουν σαν φίλος, σαν μεγάλος αδερφός, σαν φύλακας άγγελος να επιστρατεύσω όλες μου τις δυνάμεις μήπως και χαμογελάσει.
    Και να βγει, να γιορτάσει με τις φίλες της και να γλεντήσει αυτή την ολόδική της νύχτα όπου ήθελε. Κι αν δεν της έφταναν τα λεφτά, θα της έδινα εγώ, το τζην μπουφανάκι που έσφιγγε το μικροκαμωμένο κορμί της μαρτυρούσε ότι ήταν από φτωχή οικογένεια. Κι αυτή για αντάλλαγμα θα μου χάριζε ένα χαμόγελο, που θα φώτιζε επιτέλους το όμορφο μουτράκι της.
    Και σαν θαύμα του καλόκαρδου άγιου, εκείνο το βράδυ που περνούσε με τη φίλη της από το πεντοφάναρο, σας το ορκίζομαι ότι με είδε και μου χαμογελασε, κι ας λέτε εσείς ότι απλά γελούσε με την κολλητή της που πάλι έπεσε πάνω σ' ετούτο τον τρελό που τη χαζοκοιτάει μέρες, μήνες τώρα.
    Δευτερόλεπτα πριν χαθεί απ τα μάτια μου, κατέφτασε κι η παρέα και για λίγο δεν πρόλαβα να τους τη δείξω. Καλύτερα λέω, μη με πάρουν πάλι στο ψιλό. Καθίσαμε. ήπιαμε το ποτό μας και κατηφορίσαμε πάλι τη Βουλγάρεως, σιωπηλοί, αμήχανοι, μόνοι. Αύριο πάλι δουλειά.