Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Απολογία

       Είναι κάτι στιγμές που βλέπω το μπλογκ μου και ντρέπομαι. Που έχω να γράψω κοντά ένα μήνα και δε μου κατεβαίνει καμιά καλή ιδέα πέρα από γλυκανάλατα κειμενάκια, αστεϊσμοί γύρω από τη δουλειά μου και διάφορα άλλα άκυρα. 
     Είμαι μόνο εγώ ή και άλλοι έχουν χάσει το χιούμορ τους; Γιατί έτσι νιώθω. Λες και, λόγω της κατάστασης που ζούμε, έχει στερέψει η όρεξη για όμορφα πράγματα κι όμορφες στιγμές. Τι έγινε ρε; Έτσι θα τη βγάλουμε από δω και πέρα; Θα μιζεριάζουμε και θα παρακαλάμε να μας λυπηθούν τα ευρωλαμόγια και οι υποτακτικοί τους; Θα ανησυχούμε αν αύριο δε θα έχουμε να φάμε και αν θα μας πάρουν τα σπίτια και τις καταθέσεις οι τράπεζες; Έτσι θα πάει δηλαδή από 'δω και πέρα; 
     Γιατί αν είναι να πάει έτσι, να το αποφασίσουμε όλοι ομαδικά και να ανεβούμε στις ταράτσες να πέφτουμε ένας ένας στο πεζοδρόμιο. Οι άλλοι δηλαδή που το κάνανε τι ήταν, καταθλιπτικοί και ανισόρροποι που τους πλάκωσε η ματαιότης του lifestyle και είπαν να αφήσουν το μάταιο τούτο κόσμο; Μια χαρά άνθρωποι ήταν, αξιοπρεπέστατοι κύριοι και σοβαροί οικογενειάρχες. Γι' αυτό κι έκαναν την επιλογή τους. Γιατί η ελευθερία θέλει αρχίδια κύριος, δεν είναι αυτονόητη. Ρώτησαν οι παππούδες μας το Μουσολίνι και το Χίτλερ τι ώρα να κάνουν αντίσταση μήπως δεν τους βόλευε; Έκλεισαν οι προ προ προπαππούδες μας ραντεβού με τους Τούρκους στις 25 Μαρτίου για να μην πέφτει πάνω στο Ραμαζάνι και δεν προκάμουνε; 
     Αυτό ζούμε και τώρα. Και θέλει να σηκωθούμε και να τους φτύσουμε στα μούτρα, όχι μόνο για μας αλλά για όλο τον κόσμο που η μοίρα του είναι να τραβήξει τα δεινά μας. Γιατί αυτό είναι και το αιώνιο χρέος της Ελλάδας, όχι μόνο τα μάρμαρα και τα τσιτάτα του Σωκράτη. Θες κύριε να ανασάνεις και να ζήσεις αξιοπρεπώς; Πρέπει να κάνεις και θυσίες. Οι Ισλανδοί, νομίζεις, λίγα περάσανε; Σε τρία χρόνια όμως γίνανε κράτος, αρνήθηκαν να πληρώσουν το ούτως ή άλλος παράνομο χρέος, κάνανε δικό τους νόμισμα και τώρα ακούνε ΔΝΤ και τους πιάνει νευρικό γέλιο. Θα πεινάσεις, δε λέω. Αλλά πρέπει να διαλέξεις. Ή να πεινάσεις ή να σέρνεσαι χάμω μια ζωή. Και το χειρότερο είναι ότι θα σέρνεσαι από κάτω από αυτούς που γέννησες και ανάθρεψες, ραγιά μου. Γιατί ακόμα και το όνομα "Ευρώπη" ελληνικό είναι. 
      Από που θα μας διώξετε ρε; Ονομάστε αλλιώς αυτό το έκτρωμα που δημιουργήσατε, 4ο Ράιχ ας πούμε, αφού αυτό είναι. Αλλιώς να μας πληρώνετε πνευματικά δικαιώματα για τη χρήση του ονόματος. Και για το αλφάβητο. Αλλιώς να τα αλλάξετε όλα, να μιλάτε όλοι Εβραϊκά και να κάνετε αυτό που ξέρετε καλύτερα: Πολέμους, τοκογλυφία και βασανιστήρια. Δε θα έχετε ως άλλοθι καμιά "δημοκρατία", κανένα πολιτιστικό παρελθόν, καμιά ηθική και πνευματική νομιμοποίηση. Μόνο αίμα, μαστίγιο και πλούτο, γιατί εγώ αυτό μόνο βλέπω στα μάτια σας, στις ψυχές σας. Στα μάτια των συνανθρώπων μου όμως βλέπω μια δίψα, μια δύναμη, ένα θράσος. Και, μ' ένα μαγικό τρόπο, με κάνουνε περήφανο τα καθίκια. 

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Εθνική Αμνησία - Ένα Γράμμα στη Γιαγιά

       Χτες πέρασα πάλι έξω από το σπίτι σου, γιαγιά. Περνάω συχνά αλλά πολλές φορές δεν το σκέφτομαι, κάνω τον αδιάφορο, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. 
       Όλη μου η παιδική ηλικία είναι ζωγραφισμένη με μαρκαδόρο στους τοίχους εκείνης της πολυκατοικίας. Η μεγάλη βεράντα, τα παλιά έπιπλα, η μικρή κουζινούλα. Τρία χρόνια κλείνουν σε ένα μήνα από τότε που μας άφησες αλλά εγώ δε σ' άφησα στιγμή, το ξέρεις. Όταν μαθαίνεις να αγαπάς, μαθαίνεις και να μην ξεχνάς ποτέ, μαθαίνεις να χρωστάς. 
      Θυμάμαι κι εκείνο το τρέμουλο στο λαιμό σου, το κεφάλι σου να πηγαίνει ελαφρώς πέρα δώθε όταν μιλούσες, όταν μαγείρευες ακόμα κι όταν στεκόσουν ακίνητη. Στη αρχή νόμιζα ότι ήταν της ηλικίας κι ότι όλες οι γιαγιάδες το είχαν αλλά με τον καιρό διαπίστωνα ότι το είχες πιο πολύ εσύ. Όταν εκνευριζόσουν γινόταν πιο έντονο αλλά το βλέμμα σου γινόταν όλο και πιο σταθερό, πιο αετίσιο, πολλές φορές δε μ' άφηνε να κοιμηθώ.
      Μέχρι που μεγάλωσα κάποια στιγμή κι έμαθα. Δεν ήταν μια απλή γεροντική αδυναμία αλλά ένα παλιό τραύμα που κουβαλούσε μέσα του πόνο, αγάπη, αξιοπρέπεια και την ανδρεία ενός ολόκληρου στρατού. Γιατί ακόμα κι ένα κοριτσάκι δεκαέξι χρονών, αθώο, σχεδόν άγιο, μπορεί αν το θελήσει, να τα βάλει και με τους πιο δυνατούς άνδρες και να τους νικήσει. Γιατί το σώμα φθείρεται, καταστρέφεται, η ψυχή όμως δεν αλλάζει εύκολα. Αν έχεις στόφα, αν έχεις καθαρό πνεύμα, δε στο παίρνει κανείς, δε σε νικάει κανείς. 
      Κι εσύ αυτό το είχες πάρει από τον αδερφό σου. Δεν ξέρω αν τον ρώτησες ποτέ γιατί πήρε το όπλο και πήγε στα βουνά, αν ήξερε τι θα έβρισκε εκεί ή ποια θα ήταν η τύχη του. Όταν η καρδιά σου καίει, ούτε ακούς κανέναν ούτε φοβάσαι τίποτε. 
      Κι ο Κώτσος ξέρω ότι δεν ήθελε να πέσει η πατρίδα του στα χέρια αυτών που, δυο φορές χειρότεροι από τους ναζί, έφτυσαν το χώμα των προγόνων τους και ξεπουλήθηκαν, ποτίζοντάς το με αίμα ίδιο με το δικό τους. Και τώρα σήκωναν την ελληνική σημαία που είχαν τσαλαπατήσει και τίναζαν από πάνω της τα χώματα, για να την υψώσουν εναντίον όσων πολέμησαν για εκείνη, κυνηγώντας τα κεφάλια τους, το βιος τους, τις ζωές τους. 
        Δεν ήταν κομμουνιστής εκείνο το λιοντάρι, το ξέρω. Δε διάβασε ποτέ του Μαρξ, μπορεί να μην ήξερε και να διαβάζει. Ένας βοσκός ήτανε και ήξερε για θεό του μόνο τις πλαγιές που πήγαινε το κοπάδι του, όπως όλοι οι βοσκοί του τόπου του, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Πήγε εκεί που τον πήγε η καρδιά του και το ντουφέκι του. Όπως και οι φαντάροι που βρίσκονταν απέναντί του, αθώα έρμαια ξένων συμφερόντων κι εκείνοι. Πολέμησε για τη δική του Ελλάδα, πολέμησε τους δικούς του τυράννους, για να 'ναι οι πλαγιές και πάλι δικές του. Κι εκείνοι οι τύραννοι έμειναν και βασίλεψαν, έκαναν περιουσίες κι εκείνος πέθανε τελικά σε ξένη πατρίδα, ως ανεπιθύμητος, ως κυνηγημένος. 
      Κι εκεί κάπου ήσουν κι εσύ. Ούτε εσύ είχες ιδέα τι θα πει Αριστερά, Δεξιά, ΠΑΟ, ΕΑΜ. Ήξερες όμως ν' αγαπάς. Καμιά φορά ανατριχιάζω, τρέμω κι εγώ όταν σκέφτομαι τι θα πέρασε το παιδικό σου κορμάκι στα χέρια εκείνων των ανθρωποειδών. Μίσησα μέσα μου το χέρι που σε χτύπησε, χέρι ελληνικό, τις βρισιές που θα σου ξεστόμισε, στα ελληνικά, για να του μαρτυρήσεις πού κρύβεται ο αδερφός σου, το αίμα σου. Κι εσύ ούτε που σκέφτηκες να τους το πεις, δεν υπήρχε μέσα σου αυτή η επιλογή. Δεν τους έδωσες τη χαρά κι ας σου άφησαν με τα χτυπήματά τους έναν κατεστραμμένο σβέρκο, ένα τσακισμένο κορμί. Σου χάρισαν κι ας μην το ήξεραν, ένα αετίσιο βλέμμα, μια καθαρή ψυχή. 
       Γιατί στα γράφω όλα αυτά, λες; Βρήκα, γιαγιά, τους απογόνους αυτών που σε βασάνιζαν. Κάτι ανθρωπόμορφα όντα, γοητευμένα από τη χιτλερική παράνοια, χαιρετούν όπως οι ναζί, υψώνουν σβάστικες ανάμεσα σε ελληνικές σημαίες και το χειρότερο, θεωρούν ότι είναι πιο Έλληνες κι από τους Έλληνες. Δεν ξέρω τι ήταν οι παππούδες τους, γιαγιά, δεν ξέρω τι τους μάθαιναν κι αν τους αγάπησαν ποτέ. Ξέρω ότι κουβαλάνε μαχαίρια και μιλάνε περίεργα, ξέρω ότι δεν τους πειράζει κανείς. Ό,τι δε γουστάρουν, το βαφτίζουν εχθρό του έθνους. Σηκώνουν χέρι και χτυπούν τους συνανθρώπους τους, άλλο να διαφωνείς, να μισείς κάποιον κι άλλο να τον χτυπάς. Το χειρότερο, ξέρω ότι όλο και περισσότεροι Έλληνες τους στηρίζουν, τους νιώθουν σαν όπλο δικό τους, εγώ όμως νιώθω ότι αυτό το όπλο θα στραφεί κάποια στιγμή εναντίον τους. Δε με νοιάζει που είναι αμόρφωτοι. Κι εσείς αμόρφωτοι ήσασταν αλλά γίνατε ήρωες. Και το λέω με περηφάνια ότι είστε πρόγονοί μου. 
       Ας είμαστε ειλικρινείς, γιαγιά. Δεν πήρα τίποτα από σένα, ούτε από τον αδερφό σου. Δεν πήρα το βλέμμα σας, δεν πήρα την καρδιά σας. Μόνο ένα μικρό κομματάκι μέσα μου φέγγει δικό σας και με κάνει, όποτε κοιτάζω τα βουνά, να μην ξέρω αν πρέπει να νιώσω πιο ελεύθερος ή πιο φυλακισμένος. Ξέρω μονάχα ότι όποτε περνούσα την πόρτα του σπιτιού σου, ένιωθα ότι δεν ήθελα τίποτε άλλο, ένιωθα πλήρης μέσα σ' εκείνη τη φτωχική φωλιά. Κι αυτό γιατί με αγάπησες αλλά και μ' έμαθες να αγαπάω. Και για την αγάπη αυτή που μου έδωσες, για τις πληγές στο σώμα σου, ξέρω ότι θα πολεμήσω ό,τι με πολεμά, μέχρι να γίνει το θολωμένο, νωθρό βλέμμα μου καθαρό σαν το δικό σου.


Αναμνηστική φωτό Ταγματασφαλιτών με τους Ναζί από την εκδρομή τους στο Δίστομο.



Ο Έλληνας τσολιάς, αντιπροσωπευτικό δείγμα της Άριας φυλής, στο πλευρό των Ναζί. Ο Γερμανός αξιωματικός τσεκάρει να δει ποιος την έχει πιο μεγάλη. Την καραμπίνα.





Τυπική συνάθροιση Ναζί στο Reichstag. Ο παρεξηγημένος χαιρετισμός των Ναζί είναι βαθύτατα ελληνικός, επηρεασμένος από τον χαιρετισμό των Ταξί, Ελλήνων αυτοκινητιστών, συνοδευόμενος από το μνημειώδες "Που πα' ρε γύφτο!".




Έλληνες συνεχιστές του μισοτελειωμένου ναζιστικού οράματος. Το 4ο Ράιχ ή Μνημόνιο και τα παλικάρια του.

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

European Citizen - Forever Alone









           Πριν λίγες μέρες αναρτήθηκε στο 9gag το παραπάνω ποστ. Οι πρώτες αντιδράσεις των Ευρωπαίων ήταν οι αναμενόμενες. Έκανα ένα σχόλιο θέλοντας να εξηγήσω λίγο την ελληνική πλευρά αλλά και να στρέψω το μίσος σε μια άλλη κατεύθυνση που ίσως κάποιοι φίλοι μας από το εξωτερικό δεν είχαν υπόψιν τους. 
            Ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τσεκάρει κάποιος τις αντιδράσεις των Ευρωπαίων πολιτών μαζεμένες σε μια σελίδα και να βγάλει τα συμπεράσματά του σχετικά με την κρίση στην Ευρωζώνη, τις απόψεις που επικρατούν για την Ελλάδα και το χρέος της καθώς και να διαπιστώσει πόσο καταπληκτική δουλειά έκαναν τα Μέσα Μαζικής Εξημέρωσης πανευρωπαϊκά.
           Αυτή τη στιγμή η Ευρώπη χαροπαλεύει. Και δεν εννοώ οι κυβερνήσεις της ούτε οι τράπεζές της. Εννοώ οι πολίτες της. Πολίτες που καλούνται μέσω φόρων να πληρώσουν δάνεια σε χώρες για τις οποίες έχουν τη χειρίστη των απόψεων, καλλιεργώντας μίσος για ανθρώπους που παρουσιάζονται ως τεμπέληδες, ανάξιοι και χαραμοφάηδες. 
          Την ίδια στιγμή, οι Έλληνες πολίτες καλούνται να πληρώσουν χρέη των κυβερνήσεων και δάνεια που ούτε ξέρουν πού πάνε, ενώ παράλληλα βλέπουν τις ζωές τους να γκρεμίζονται και τις ελπίδες τους να σβήνουν. Είναι τα κλωτσοσκούφια όλου του κόσμου, τα παραπαίδια της γης, οι τεμπέληδες που ψάχνουν ευκαιρία να κάνουν τις λαμογιές τους σε βάρος των έντιμων Ευρωπαίων.
       Όταν δυο σκυλιά πεινάνε, έχουν την δυνατότητα θα ψάξουν μαζί για τροφή. Έχουν τη δυνατότητα να μοιραστούν τα αποφάγια που θα βρουν στο δρόμο. Δύσκολα θα πέσουν να φάνε το ένα το άλλο. Εδώ φάνηκε η καταπληκτική δουλειά των ΜΜΕ. Εκεί που οι απλοί Ευρωπαίοι πολίτες θα έβγαιναν στους δρόμους και θα κρεμούσαν ανάποδα τα καθίκια που τους υποδούλωσαν στο "ευρωπαϊκό ιδεώδες", μαθαίνουν να αλληλομισιούνται και να τρώγονται μεταξύ τους, αφήνοντας τις ηγεσίες των κρατών να πλιατσικολογούν ανενόχλητες. Τα περισσότερα σχόλια, όπως θα διαβάσατε, τόσο των Ελλήνων όσο και των περισσότερων Ευρωπαίων, είναι μονόπλευρα, φανατισμένα, βλακώδη. Η αλήθεια κάπου στο βάθος, διαφορετική όμως για τον καθένα. 
        "Κι εμείς έχουμε ΔΝΤ", έγραψε, νομίζω, κάποιος Λετονός, "αλλά δεν είμαστε τόσο χάλια. Κάναμε κάποιες αλλαγές και τώρα προχωράμε". Προχωράνε, με 250 ευρώ βασικό.  "Ζούμε σαν τα σκυλιά", έγραψε κάποιος Βούλγαρος από κάτω " αλλά δε χρεωκοπήσαμε". "Είστε η ντροπή της γης, πρέπει να καταστραφείτε", λέει πιο πάνω ένας συμπατριώτης του. Όταν οι κάτοικοι της Βόρειας Ελλάδας πήγαιναν τριήμερα στο Μπάνσκο και στη Σόφια και ξόδευαν όλα τα λεφτά τους εκεί, ήταν όλοι καλοδεχούμενοι. Πανηγύρια έκαναν οι γείτονές μας όταν άκουγαν τη λέξη "Έλληνας". Τώρα που είναι άφραγκος ο Έλληνας όμως, είναι και κακός, χαλάει την ευρωπιάτσα. Κι οι Ρώσοι, απίστευτο μίσος. Κάποιοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο Έλληνας δουλεύει έξι ώρες τη μέρα κι ότι κανείς μας δεν πληρώνει φόρους. 
         Παραδόξως, οι Τούρκοι ήταν πιο αντικειμενικοί και πιο καλά ενημερωμένοι από όλους. Μέχρι και σχόλια υποστήριξης και ευχές έστελναν! Πολίτες μιας χώρας που μάθαμε να μισούμε και να μας μισεί, που αλωνίζει στο Αιγαίο ανενόχλητη, έδειξαν κάτι, κατά τη γνώμη μου, πολύ σημαντικό: έδειξαν ότι αν οι λαοί μιλήσουν χωρίς μεσάζοντες, τη βρίσκουν την άκρη. Αν οι λαοί ενωθούν και καταλάβουν τη δύναμή τους, μπορούν να χτίσουν έναν κόσμο για εκείνους. Έναν κόσμο όπου ο πολίτης δε θα νιώθει forever alone. 
      Το τέλος, κατά τη γνώμη μου, είναι κοντά. Δεν το φοβάμαι. Αυτό που με φοβίζει είναι η νέα αρχή. Αλλά και με συναρπάζει. Για να δούμε... 

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Ναι ρε, έχω κόλλημα, τι θες τώρα;

Οκ, το ομολογώ. Έχω κολλήσει με το 9gag.com. Λίγο η κακοκαιρία που δε μας αφήνει να βγούμε λίγο έξω, λίγο ότι έχουνε μουχλιάσει όλοι οι φίλοι μου εδώ και βγαίνουμε κάθε του Άη-Μπάκουρου, έχω σαπίσει να βλέπω rage κόμικς, memes και ό,τι γελοιότητα κυκλοφορεί στον πλανήτη. Άσε που άρχισα να νιώθω εντελώς forever alone guy. Η πλάκα είναι ότι ποστάρω και δικά μου εκεί αλλά κανένα δεν πήρε πάνω από 70 likes οπότε δύσκολο να με δείτε πέρα από τη vote page. Οπότε τα συγκέντρωσα όλα εδώ και σας τα παραθέτω, μιας κι έχω να γράψω κοντά ένα μήνα...






                                               http://9gag.com/gag/3157750





                                                             http://9gag.com/gag/3176234



















Εννοείται θα επακολουθήσουν  κι άλλα. Ελπίζω να σας άρεσαν αλλά και να μη σας άρεσαν.....


!!!!!!!

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Η Κοντέσα

            Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος από τότε που έφυγα από το νησί. Είναι θολή εκείνη η εικόνα, γεμάτη φασαρία, άγχος για τη μετακόμιση, κουτιά, τηλέφωνα... Όλα έπρεπε να γίνουν σε λίγες μόνο ημέρες κι έτσι όσα ένιωθα δεν είχα το χρόνο να τα βγάλω προς τα έξω, να τα σκεφτώ, να τα κάνω λέξεις.
              Λίγο πριν τα γενέθλιά μου, το Φλεβάρη, ήρθε ο προϊστάμενός μου και μου άφησε το χαρτί στο γραφείο. Ένα χαρτί που κι εγώ δεν ξέρω πόσο προσπάθησα για να έρθει. Εκείνο θα με πήγαινε κοντά στην οικογένειά μου, στον αδερφό μου, στο πατρικό μου. Κι όμως τώρα που επιτέλους ακούμπησε το γραφείο μου ο πολυπόθητος φάκελος, έμοιαζε ξένος, άκαιρος, σχεδόν ανεπιθύμητος. Σαν ένα δώρο Χριστουγέννων που ξεχάστηκε στο ταχυδρομείο και ήρθε μέσα στο Πάσχα. 
               Μέσα στη φούρια μου να σκεφτώ για τη μετακόμιση και να οργανώσω το χάος που έπρεπε να συμμαζέψω, ήταν λες και προσπαθούσα να στοιβάξω τους φίλους μου, τα στέκια μου, όσα είχα αγαπήσει μέσα σε κούτες από το σούπερ μάρκετ, να βρω όλες εκείνες τις φωτογραφίες που νόμιζα ότι είχα τραβήξει κι όμως ήταν απλά εικόνες που κρατούσα μέσα μου, θολές και παραμορφωμένες κατά πως ήθελα εγώ. Θυμάμαι εκείνο το στίχο του Εγγονόπουλου για τους ξενιτεμένους, ένα στίχο που πάντα με έκρυβε μέσα του, που έλεγε για εκείνους που νοστάλγησαν έναν τόπο που άφησαν αλλά δεν τόλμησαν να γυρίσουν εκεί, από φόβο μην ξανανοσταλγήσουν. Έτσι ήμουν κι εγώ τώρα, καπετάνιος της δεκάρας ανάμεσα σε δυο πατρίδες, ένας γερασμένος πιτσιρικάς που κρύβεται ανάμεσα σ' αυτά που νοσταλγεί και σ' αυτά που περιμένει, έτοιμος πάντα να φύγει, να εκτοξεύσει παντού με δύναμη μαύρες πέτρες, να βρίσει όσους του είπαν σ' αγαπώ και να τρέξει πάντα για εκεί που θα νιώθει αρκετά ξένος ώστε να μην τον αγγίζει τίποτα.
            Δεν προλάβαινα καν να σκεφτώ τι θα μου έλειπε περισσότερο, τι ήθελα να πω σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που γνώρισα τόσα χρόνια, που μάλωσα και που αγάπησα και που ίσως δε θα ξανάβλεπα ποτέ. Κι όμως, το παράδοξο ήταν που τελικά μου έλειπαν πιο πολύ όχι όσα αγάπησα αλλά όσα έβριζα κι αυτό γιατί όλα τα πράγματα μπορείς να τα αγαπήσεις κι αυτή η αίσθηση της χαμένης ευκαιρίας σε θυμώνει, σε στεναχωρεί. Οι φίλοι μου, κρυμμένοι όλοι μέσα μου, δε μου έλειψαν ποτέ. Τα στέκια μου, τα χόρτασα τόσο που τα άφηνα χαμογελώντας. Το σπίτι μου, τυπωμένο στο μυαλό μου σπιθαμή προς σπιθαμή, ούτε που το χαιρέτησα. Εκείνο το κτίριο όμως, που τόσο το είχα σιχτιρίσει και το ονειρευόμουν καμένο κάθε βράδυ, που μέσα του είχα περάσει οχτάωρα και δεκάωρα που έλεγα δε θα τελειώσουν ποτέ, που μάλωσα και κουράστηκα όσο πουθενά αλλού, εκεί μόνο δάκρυσα. 
         Έκανα να συγυρίσω το ταλαιπωρημένο μου γραφείο και μάζευα σημειώσεις, τηλέφωνα, αποδείξεις, συνδετηράκια, στυλό κι ήταν σαν να μάζευα καλοκαίρια, ψιλόβροχα, βόλτες ατέλειωτες και γωνιές της πόλης. Μάζευα όλα αυτά τα συμπράγκαλα μιας μικρής ζωής και μιας νιότης ανόητης, γεμάτης θυμό, έρωτα, όνειρα και γέλιο, πολύ γέλιο, έτοιμο να εκπυρσοκροτήσει κάθε φορά που κάποιο δάκρυ έκανε να βγει. 
              Κι εκείνο το δάκρυ με πρόλαβε στο τελευταίο μου δρομολόγιο, στο πλοίο που κι αυτό τόσο πρόστυχα έβριζα κάθε φορά που έβρεχε και μας πήγαινε πέρα δώθε. Είχε λιακάδα εκείνη τη μέρα, σαν να μου έλεγε "ανυπόμονε, γκρινιάρη, τι κατάλαβες τώρα;". Καθόμουν με τη μητέρα μου στο κατάστρωμα, είχε έρθει να με βοηθήσει, σαν να ήξερε το χάος που έκρυβα μέσα μου. Σαν έβλεπα το παλιό φρούριο όμως να βυθίζεται στο Ιόνιο, ήταν λες κι έβλεπα και μια άλλη μάνα, που με πρόσεχε όλα αυτά τα χρόνια, να ανοίγει την αγκαλιά της και να με αφήνει χαμογελαστή, λέγοντάς μου "εγώ εδώ θα είμαι, όποτε με χρειαστείς". Ήταν μια γερασμένη κυρία, νευρική αλλά γλυκύτατη, με τη χαρακτηριστική της προφορά, μια τρελή κοντέσα, που τριγυρνούσε για αιώνες μέσα στα βενετσιάνικα καντούνια ν' ανάψει ένα κερί στον Άγιο, να ψωνίσει στην αγορά, να μιλήσει με τα περιστέρια. Κι εκεί στην κουπαστή, κρυφά απ΄τη μάνα μου, της χάρισα εκείνο το δάκρυ, που πρόλαβε να βγει πριν το κρύψω με κάποιο από εκείνα τα σαχλά αστεία που φύλαγα γι΄ αυτές τις περιπτώσεις.
           Καμιά φορά, στο νέο μου πόστο, όλο και θα τύχαινε κάτι να μου θυμίζει εκείνη την εποχή. Κάποιος λογαριασμός για κατάθεση, κάποιος φοιτητής με κερκυραϊκό επώνυμο, κάποιος περαστικός. Ήταν περίεργο πως γινόταν ένας απλός κωδικός καταστήματος ή ένα απλό επώνυμο να μου φέρνει στο μυαλό καλοκαίρια, αρώματα και φωνές, τραγούδια και παρέες από το παρελθόν. Πολλές φορές μ' έπιανε εκείνο το περίεργο ξωτικό απ' τα μαλλιά και με έχωνε με βία στο αυτοκίνητο, περνούσα σφαίρα την Εγνατία και πήγαινα για μια δυο μέρες επίσκεψη στο νησί, φώλιαζα στον καναπέ κάποιου φίλου και γυρνούσα την πόλη σαν ξένος, κρυμμένος σε καινούρια ρούχα, αλλιώτικα, χωρίς τα γυαλιά που χαρακτήριζαν για χρόνια το πρόσωπό μου. Χαιρετούσα στο δρόμο ανθρώπους που τόσα χρόνια έβλεπα και γνώριζα λιγάκι και είχα πλάσει γι' αυτούς ιστορίες ολόκληρες. Κι εκείνοι με κοιτούσαν απορημένοι, σίγουροι πως κάπου με είχαν ξαναδεί, πως κάτι τους θύμιζα. Τίποτα δεν άλλαξε, τους έλεγα, τίποτα δε χάθηκε. Τίποτα, εκτός από μένα.