Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

Μια από εκείνες τις μέρες

     Την προηγούμενη βδομάδα είχα μια από εκείνες τις μέρες. Εκείνες τις μέρες όπου όλοι συμπεριφέρονται παράξενα, σκοτεινά, σχεδόν εχθρικά. Για κάποιο λόγο, όσο γρήγορα κι αν δουλεύαμε, η αίθουσα δεν άδειαζε με τίποτα, απεναντίας ο κόσμος αυξανόταν. Έπειτα ήταν τα βλέμματα. Είχαν όλοι ένα βλέμμα σχεδόν σαρκοβόρο, λες και κάτι τους είχαν ποτίσει. Λίγο το ότι είχαν να κάνουν με χρήματα, λίγο η αγανάκτηση της αναμονής και η γενικότερη αβεβαιότητα, σου έδιναν την εντύπωση ότι με την παραμικρή αφορμή θα γινόταν μακελειό εκεί μέσα. 
         Ήταν από εκείνες τις μέρες όπου όλοι βιάζονταν για κάτι. Όλες οι νοικοκυρές είχαν αφήσει το φαγητό στη φωτιά, όλοι οι γονείς δεν είχαν που να αφήσουν τα παιδιά τους και τα άφηναν να σκούζουν και να τρέχουν από δω κι από κει, οι παππούδες όλοι είχαν βαριές ασθένειες ενώ μέχρι χτες έπιναν τσίπουρα και βρίζανε στο καφενείο και φυσικά όλοι οι επιχειρηματίες έπρεπε να τελειώσουν αμέσως τη δουλειά τους ενώ τις άλλες μέρες σκάγανε κατά τις 2.25 και πήγαιναν χαλαροί λες κι εμείς θα δουλεύαμε για πάρτη τους μέχρι τις δέκα το βράδυ.
         Ήταν από εκείνες τις μέρες που σχεδόν ντρέπομαι για την κατά τ' άλλα περήφανη φυλή μας. Γιατί περήφανοι είμαστε αλλά όπου μας παίρνει. Όταν είναι όμως να εξυπηρετηθούμε γρήγορα δε σκεφτόμαστε την περηφάνια μας αλλά κοιτάμε να χωθούμε μπροστά όπως όπως σαν τα ποντίκια. Όταν βιαζόμαστε κοιτάμε να μπούμε στη ζούλα μπροστά κι ας πάνε να πνιγούνε οι άλλοι. Μπορεί να σας φαίνονται ασήμαντα όλα αυτά αλλά στην ουσία είναι ένα ψυχογράφημα ενός λαού όλο αυτό. Μια χαρά τα λέμε στη θεωρία αλλά στην ανάγκη γινόμαστε παρτάκηδες και μάλιστα σε ακραίο βαθμό. Και φυσικά όταν το κάνουμε εμείς αυτό είμαστε ωραίοι και μάγκες, όταν το κάνουν άλλοι όμως είναι τσογλάνια και κατώτερα όντα, απολίτιστα. Κι ας κάναμε εμείς πριν λίγο το ίδιο! Τι άλλο να πεις!
            Ήταν από εκείνες τις μέρες που νιώθεις λίγο πολύ σαν ένα μουνί. Όχι όμως ένα περιποιημένο, ποθητό μουνί αλλά περισσότερο σαν μια τρύπα βρώμικη, αηδιαστική αλλά βολική. Όλοι οι "γνωστοί" των στελεχών που δεν ήθελαν να μπλέξουν με την πλέμπα, έμπαιναν από τα πλάγια, γαμούσαν κι έφευγαν. Όλα στο πόδι, όλα πρόχειρα. Όλα γρήγορα και δε βαριέσαι. Αν μετά εσύ -το μουνί- κολλήσεις καμιά αρρώστια ή μείνεις έγκυος, ήτοι κάνεις κάποιο λάθος ή ακόμη κι έλλειμμα, κανείς δεν ευθύνεται. Κανείς δεν ξέρει τίποτα. Εσύ φταις που βιαζόσουν, εσύ φταις που δεν κρατούσες σειρά ή που ήθελες να εξυπηρετήσεις γρήγορα, εσύ τώρα θα πληρώσεις. Κι ας σε λέγανε πριν βολεμένο αρχίδι που βαριέσαι να πάρεις τα πόδια σου και τεμπελιάζεις. Τότε τουλάχιστον ήσουν αρχίδι. Τώρα είσαι ένα μουνί.
            Ήταν από εκείνες τις μέρες που σκέφτεσαι τα νεανικά σου όνειρα, την εικόνα που είχες βάλει στόχο στα δεκαεννιά σου και τώρα όχι απλά δεν της μοιάζεις αλλά έχεις γίνει μια καρικατούρα του χειρότερου εαυτού σου. Θυμάσαι που έμπαινες στα δεκαεννιά σου σε υπηρεσίες και τράπεζες, ανέμελος κι ωραίος και γελούσες με τα ανθρωπάκια του γκισέ. Και τώρα κάτι κουλ τυπάκια που κάθονται στο βάθος γελάνε μαζί σου. Γελάνε που ιδρώνεις και σκας, γελάνε που σου τη λένε οι μπαρμπάδες κι εσύ δεν απαντάς, κοίτα τον ρε τον ξεφτίλα, κάθεται και του τη λέει ο κωλόγερος κι αυτός δεν κάνει τίποτα. Γιατί αν ξεσπάσει όλο αυτό που κρύβεις μέσα σου μπορεί και να βρεις χοντρό μπελά, ως υπαλληλάκος που είσαι. Κι όλο και μικραίνει εκείνο το ξίφος της ψυχής σου, μικραίνει κι από εκεί που προοριζόταν να σφάζει εχθρούς και να μάχεται για όνειρα κι αξίες, μέχρι το σχόλασμα έχει γίνει ένα πλαστικό μαχαιράκι της πλάκας που το πολύ πολύ να κόψει καμιά σαλάτα μαζί με το μεσημεριανό. 
             Σαν εκείνη τη μέρα θα έρθουν κι άλλες. Και θα είναι όλες ίδιες, σκοτεινές κι αχνές. Κι εσύ, αντί να πιάσεις τη ροή του σύμπαντος, θα στροβιλίζεσαι μέσα στις δίνες του και θα κρατιέσαι από το γκισεδάκι σου μην πέσεις πουθενά και σε ψάχνουμε. Και πάλι θα γελάνε τα πιτσιρίκια στο βάθος.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Παππού, παππού




Αγαπητέ μου παππούλη,
Τόσα χρόνια στο ταμείο έχει δημιουργηθεί, δίχως αμφιβολία, μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ μας. Σε ξέρω, με ξέρεις, λέμε και μια καλημέρα, βρε αδερφέ. Κι όμως, η σχέση μας αυτή πέρασε από χίλια μύρια στάδια.
Στην αρχή σε πρόσεξα πολύ. Σεβάστηκα τα χρόνια σου και το όνομά σου. Σε φώναζα και με το μικρό, θυμάσαι; Για να νιώθεις πιο άνετα. Ε, εκεί κάπου μου τα γάμησες. Άρχισες τις απαιτήσεις. «Είμαι πελάτης» και «είμαι πελάτης». Οι άλλοι, ρε, τι είναι; Περαστικοί; Και κόπηκαν και τα «μικρά» και όλα. Ας πρόσεχες.
Μετά κάπου με συγκίνησες. Τι να λέμε τώρα, άλλες δεκαετίες οι δικές σας. Μάθατε να αγαπάτε, να σέβεστε το συνάνθρωπο. Και έβγαζε μια γλύκα η ηλικία σας, τη γλύκα του ανθρώπου που πλέον δεν έχει τίποτα να κρατήσει, να προφυλάξει και να φοβηθεί και έχει το χέρι απλωμένο μόνο για να δώσει. Μου έδινες από την πενιχρή σου σύνταξη τα ένα-δύο ευρώ και μάλιστα επέμενες να τα πάρω. Στην αρχή ντρεπόμουν, μετά ντρεπόμουν αλλά μ’ άρεσε κιόλας.
Πάντα έκανα γούστο να χαζεύω την ταυτότητά σου. Είχες από εκείνες τις παλιές, του εξήντα και δεν την άλλαζες με τίποτα. Καμάρωνες που ήσουν παλικαράκι στη φωτογραφία, πού να γυρίσουν πίσω τα χρόνια να δείχνεις πάλι έτσι ε; Τώρα αν βγάλεις θα έχεις τα χάλια σου, ούτε εσύ δε θα αναγνωρίζεις τον εαυτό σου. Σε καταλαβαίνω. Κι η γιαγιά όμως ε; Κούκλα σκέτη, με το ωραίο της το φορεματάκι, το φουσκωμένο το μαλλί και τη στέκα. Αχ, ξέρω πως πονάς και νομίζεις ότι έτσι ξεγελάς το θάνατο αλλά δεν είναι έτσι, παππούλη. Ο θάνατος, βλέπεις έχει αποκτήσει και μια εμπειρία με τα χρόνια. Τον εαυτό σου ξεγελάς κι ας μην το έχεις πάρει χαμπάρι. Και το ξέρεις ότι δε στο λέω για να μη σε πικράνω. Σου πήγαινε το μουστάκι, πάντως.
Μετά ξανάρχισες να μου γαμάς την ψυχολογία. Εκεί που είχαμε βρει μια μέθοδο επικοινωνίας, άρχισες να μου το παίζεις μάγκας και παραλής. Ξέρεις, έχουν κι άλλοι λεφτά και μάλιστα πολύ περισσότερα από σένα, δεν έχουν όμως ούτε τη γκρίνια σου ούτε το υφάκι σου. Καλά τα γκαφρά αλλά όταν μας «την κάνεις» για άλλα μέρη, δε θα λέμε «θυμάσαι εκείνο τον πάμπλουτο ηλικιωμένο κύριο;» αλλά «θυμάσαι ρε το γερομπισμπίκη που έσκουζε όλη την ώρα;». Διαλέγεις και παίρνεις. Δική σου η υστεροφημία.
         Άλλες φορές, πάλι, σου ζητούσα ταυτότητα και γκρίνιαζες, μου έλεγες «Εγώ είμαι πελάτης σαράντα χρόνια!». Πρώτον, παππούλη, εγώ έχω στον πλανήτη όλα κι όλα τριάντα χρόνια οπότε χλωμό να σε θυμάμαι εδώ μέσα αλλά και δεύτερον, πάλι λάθος υπόγραψες! Μα καλά, σαράντα χρόνια κι ακόμα να μάθεις που βάζεις τη ρημάδα την υπογραφή σου; Και μη μου ισχυρίζεσαι ότι σε ξέρω γιατί έρχεσαι εδώ κάθε μήνα! Και το μπουλούκι πίσω σου κάθε μήνα έρχεται μαζί με σένα, τους θυμάσαι; Ε, εγώ πού να σας θυμάμαι  όλους;
         Και μπορεί όποτε σε βόλευε να το έπαιζες μεγάλος και τρανός, όποτε όμως δε σε έπαιρνε, φόραγες μια φάτσα σαν κουτάβι και μου κλαιγόσουνα. Είπαμε, συναισθηματική εκμετάλλευση ρε, αλλά εσύ το τελίκιασες! Κι όταν μου τσαμπουνάς ότι θα μπορούσες να είσαι πατέρας μου, σκέψου πρώτα αν θα ήθελες να φέρονται στο παιδί σου όπως εσύ σε εμένα. Και πατσίζουμε μάνι μάνι.
Τώρα όμως είναι δύσκολα τα χρόνια, παππού. Ξέρω, μπροστά σε αυτά που έχεις ζήσει εσύ, δεν είναι τίποτα. Όμως από εσένα περίμενα να δω θάρρος, ψυχή, λεβεντιά, να μου πεις να μη μασάμε ρε, να μη σκαλώνουμε πουθενά, να μου πεις ότι πέρασες και χειρότερα! Εσύ όμως, έκανες το ακριβώς αντίθετο. Έτρεξες να σώσεις τα λίγα ευρουλάκια σου, την καβάντζα σου, τον κώλο σου. Δε σκέφτηκες τα εγγόνια σου, το μέλλον τους, την πατρίδα σου. Γιατί εσύ ρε μου έμαθες τι θα πει πατρίδα κι εσύ μου την πάτησες κάτω όταν σου κάνανε το μάγκα οι κατακτητές. Κι αυτό, παππού, δε θα στο συγχωρήσω ποτέ.
         Καμιά φορά φαντάζομαι τον εαυτό μου στην ηλικία σου. Μπορεί και να μην τη φτάσω, βέβαια, με τη ζωή που κάνω. Αλλά πιο πολύ φοβάμαι το φόβο, φοβάμαι μη χάσω την ελπίδα και τη φλόγα μου. Φοβάμαι μήπως δε γίνω ο ξεκούτης, ατακαδόρος πορνόγερος που ονειρεύομαι να γίνω. Δε φοβάμαι το θάνατο αλλά φοβάμαι μήπως φύγω τελευταίος και θάψω όλους όσους αγαπώ.
Τέλος πάντων, παππού, σε κούρασα κι έχεις και δουλειές. Καφενείο, ΙΚΑ, έχει και το τούρκικο το απόγευμα, άντε πήγαινε, μη σε κουράζω. Και να μου φιλήσεις τη γιαγιά. Πες της τα ίδια ισχύουν και γι’ αυτή, μη νομίζει ότι μου ξέφυγε!
Σε φιλώ (ή μάλλον, σε ασπάζομαι),
Ο ταμίας σου.


(κι εδώ ο ταμίας σου σε σαράντα χρόνια)