Την προηγούμενη βδομάδα είχα μια από εκείνες τις μέρες. Εκείνες τις μέρες όπου όλοι συμπεριφέρονται παράξενα, σκοτεινά, σχεδόν εχθρικά. Για κάποιο λόγο, όσο γρήγορα κι αν δουλεύαμε, η αίθουσα δεν άδειαζε με τίποτα, απεναντίας ο κόσμος αυξανόταν. Έπειτα ήταν τα βλέμματα. Είχαν όλοι ένα βλέμμα σχεδόν σαρκοβόρο, λες και κάτι τους είχαν ποτίσει. Λίγο το ότι είχαν να κάνουν με χρήματα, λίγο η αγανάκτηση της αναμονής και η γενικότερη αβεβαιότητα, σου έδιναν την εντύπωση ότι με την παραμικρή αφορμή θα γινόταν μακελειό εκεί μέσα.
Ήταν από εκείνες τις μέρες όπου όλοι βιάζονταν για κάτι. Όλες οι νοικοκυρές είχαν αφήσει το φαγητό στη φωτιά, όλοι οι γονείς δεν είχαν που να αφήσουν τα παιδιά τους και τα άφηναν να σκούζουν και να τρέχουν από δω κι από κει, οι παππούδες όλοι είχαν βαριές ασθένειες ενώ μέχρι χτες έπιναν τσίπουρα και βρίζανε στο καφενείο και φυσικά όλοι οι επιχειρηματίες έπρεπε να τελειώσουν αμέσως τη δουλειά τους ενώ τις άλλες μέρες σκάγανε κατά τις 2.25 και πήγαιναν χαλαροί λες κι εμείς θα δουλεύαμε για πάρτη τους μέχρι τις δέκα το βράδυ.
Ήταν από εκείνες τις μέρες που σχεδόν ντρέπομαι για την κατά τ' άλλα περήφανη φυλή μας. Γιατί περήφανοι είμαστε αλλά όπου μας παίρνει. Όταν είναι όμως να εξυπηρετηθούμε γρήγορα δε σκεφτόμαστε την περηφάνια μας αλλά κοιτάμε να χωθούμε μπροστά όπως όπως σαν τα ποντίκια. Όταν βιαζόμαστε κοιτάμε να μπούμε στη ζούλα μπροστά κι ας πάνε να πνιγούνε οι άλλοι. Μπορεί να σας φαίνονται ασήμαντα όλα αυτά αλλά στην ουσία είναι ένα ψυχογράφημα ενός λαού όλο αυτό. Μια χαρά τα λέμε στη θεωρία αλλά στην ανάγκη γινόμαστε παρτάκηδες και μάλιστα σε ακραίο βαθμό. Και φυσικά όταν το κάνουμε εμείς αυτό είμαστε ωραίοι και μάγκες, όταν το κάνουν άλλοι όμως είναι τσογλάνια και κατώτερα όντα, απολίτιστα. Κι ας κάναμε εμείς πριν λίγο το ίδιο! Τι άλλο να πεις!
Ήταν από εκείνες τις μέρες που νιώθεις λίγο πολύ σαν ένα μουνί. Όχι όμως ένα περιποιημένο, ποθητό μουνί αλλά περισσότερο σαν μια τρύπα βρώμικη, αηδιαστική αλλά βολική. Όλοι οι "γνωστοί" των στελεχών που δεν ήθελαν να μπλέξουν με την πλέμπα, έμπαιναν από τα πλάγια, γαμούσαν κι έφευγαν. Όλα στο πόδι, όλα πρόχειρα. Όλα γρήγορα και δε βαριέσαι. Αν μετά εσύ -το μουνί- κολλήσεις καμιά αρρώστια ή μείνεις έγκυος, ήτοι κάνεις κάποιο λάθος ή ακόμη κι έλλειμμα, κανείς δεν ευθύνεται. Κανείς δεν ξέρει τίποτα. Εσύ φταις που βιαζόσουν, εσύ φταις που δεν κρατούσες σειρά ή που ήθελες να εξυπηρετήσεις γρήγορα, εσύ τώρα θα πληρώσεις. Κι ας σε λέγανε πριν βολεμένο αρχίδι που βαριέσαι να πάρεις τα πόδια σου και τεμπελιάζεις. Τότε τουλάχιστον ήσουν αρχίδι. Τώρα είσαι ένα μουνί.
Ήταν από εκείνες τις μέρες που σκέφτεσαι τα νεανικά σου όνειρα, την εικόνα που είχες βάλει στόχο στα δεκαεννιά σου και τώρα όχι απλά δεν της μοιάζεις αλλά έχεις γίνει μια καρικατούρα του χειρότερου εαυτού σου. Θυμάσαι που έμπαινες στα δεκαεννιά σου σε υπηρεσίες και τράπεζες, ανέμελος κι ωραίος και γελούσες με τα ανθρωπάκια του γκισέ. Και τώρα κάτι κουλ τυπάκια που κάθονται στο βάθος γελάνε μαζί σου. Γελάνε που ιδρώνεις και σκας, γελάνε που σου τη λένε οι μπαρμπάδες κι εσύ δεν απαντάς, κοίτα τον ρε τον ξεφτίλα, κάθεται και του τη λέει ο κωλόγερος κι αυτός δεν κάνει τίποτα. Γιατί αν ξεσπάσει όλο αυτό που κρύβεις μέσα σου μπορεί και να βρεις χοντρό μπελά, ως υπαλληλάκος που είσαι. Κι όλο και μικραίνει εκείνο το ξίφος της ψυχής σου, μικραίνει κι από εκεί που προοριζόταν να σφάζει εχθρούς και να μάχεται για όνειρα κι αξίες, μέχρι το σχόλασμα έχει γίνει ένα πλαστικό μαχαιράκι της πλάκας που το πολύ πολύ να κόψει καμιά σαλάτα μαζί με το μεσημεριανό.
Σαν εκείνη τη μέρα θα έρθουν κι άλλες. Και θα είναι όλες ίδιες, σκοτεινές κι αχνές. Κι εσύ, αντί να πιάσεις τη ροή του σύμπαντος, θα στροβιλίζεσαι μέσα στις δίνες του και θα κρατιέσαι από το γκισεδάκι σου μην πέσεις πουθενά και σε ψάχνουμε. Και πάλι θα γελάνε τα πιτσιρίκια στο βάθος.