Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Η Κοντέσα

            Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος από τότε που έφυγα από το νησί. Είναι θολή εκείνη η εικόνα, γεμάτη φασαρία, άγχος για τη μετακόμιση, κουτιά, τηλέφωνα... Όλα έπρεπε να γίνουν σε λίγες μόνο ημέρες κι έτσι όσα ένιωθα δεν είχα το χρόνο να τα βγάλω προς τα έξω, να τα σκεφτώ, να τα κάνω λέξεις.
              Λίγο πριν τα γενέθλιά μου, το Φλεβάρη, ήρθε ο προϊστάμενός μου και μου άφησε το χαρτί στο γραφείο. Ένα χαρτί που κι εγώ δεν ξέρω πόσο προσπάθησα για να έρθει. Εκείνο θα με πήγαινε κοντά στην οικογένειά μου, στον αδερφό μου, στο πατρικό μου. Κι όμως τώρα που επιτέλους ακούμπησε το γραφείο μου ο πολυπόθητος φάκελος, έμοιαζε ξένος, άκαιρος, σχεδόν ανεπιθύμητος. Σαν ένα δώρο Χριστουγέννων που ξεχάστηκε στο ταχυδρομείο και ήρθε μέσα στο Πάσχα. 
               Μέσα στη φούρια μου να σκεφτώ για τη μετακόμιση και να οργανώσω το χάος που έπρεπε να συμμαζέψω, ήταν λες και προσπαθούσα να στοιβάξω τους φίλους μου, τα στέκια μου, όσα είχα αγαπήσει μέσα σε κούτες από το σούπερ μάρκετ, να βρω όλες εκείνες τις φωτογραφίες που νόμιζα ότι είχα τραβήξει κι όμως ήταν απλά εικόνες που κρατούσα μέσα μου, θολές και παραμορφωμένες κατά πως ήθελα εγώ. Θυμάμαι εκείνο το στίχο του Εγγονόπουλου για τους ξενιτεμένους, ένα στίχο που πάντα με έκρυβε μέσα του, που έλεγε για εκείνους που νοστάλγησαν έναν τόπο που άφησαν αλλά δεν τόλμησαν να γυρίσουν εκεί, από φόβο μην ξανανοσταλγήσουν. Έτσι ήμουν κι εγώ τώρα, καπετάνιος της δεκάρας ανάμεσα σε δυο πατρίδες, ένας γερασμένος πιτσιρικάς που κρύβεται ανάμεσα σ' αυτά που νοσταλγεί και σ' αυτά που περιμένει, έτοιμος πάντα να φύγει, να εκτοξεύσει παντού με δύναμη μαύρες πέτρες, να βρίσει όσους του είπαν σ' αγαπώ και να τρέξει πάντα για εκεί που θα νιώθει αρκετά ξένος ώστε να μην τον αγγίζει τίποτα.
            Δεν προλάβαινα καν να σκεφτώ τι θα μου έλειπε περισσότερο, τι ήθελα να πω σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που γνώρισα τόσα χρόνια, που μάλωσα και που αγάπησα και που ίσως δε θα ξανάβλεπα ποτέ. Κι όμως, το παράδοξο ήταν που τελικά μου έλειπαν πιο πολύ όχι όσα αγάπησα αλλά όσα έβριζα κι αυτό γιατί όλα τα πράγματα μπορείς να τα αγαπήσεις κι αυτή η αίσθηση της χαμένης ευκαιρίας σε θυμώνει, σε στεναχωρεί. Οι φίλοι μου, κρυμμένοι όλοι μέσα μου, δε μου έλειψαν ποτέ. Τα στέκια μου, τα χόρτασα τόσο που τα άφηνα χαμογελώντας. Το σπίτι μου, τυπωμένο στο μυαλό μου σπιθαμή προς σπιθαμή, ούτε που το χαιρέτησα. Εκείνο το κτίριο όμως, που τόσο το είχα σιχτιρίσει και το ονειρευόμουν καμένο κάθε βράδυ, που μέσα του είχα περάσει οχτάωρα και δεκάωρα που έλεγα δε θα τελειώσουν ποτέ, που μάλωσα και κουράστηκα όσο πουθενά αλλού, εκεί μόνο δάκρυσα. 
         Έκανα να συγυρίσω το ταλαιπωρημένο μου γραφείο και μάζευα σημειώσεις, τηλέφωνα, αποδείξεις, συνδετηράκια, στυλό κι ήταν σαν να μάζευα καλοκαίρια, ψιλόβροχα, βόλτες ατέλειωτες και γωνιές της πόλης. Μάζευα όλα αυτά τα συμπράγκαλα μιας μικρής ζωής και μιας νιότης ανόητης, γεμάτης θυμό, έρωτα, όνειρα και γέλιο, πολύ γέλιο, έτοιμο να εκπυρσοκροτήσει κάθε φορά που κάποιο δάκρυ έκανε να βγει. 
              Κι εκείνο το δάκρυ με πρόλαβε στο τελευταίο μου δρομολόγιο, στο πλοίο που κι αυτό τόσο πρόστυχα έβριζα κάθε φορά που έβρεχε και μας πήγαινε πέρα δώθε. Είχε λιακάδα εκείνη τη μέρα, σαν να μου έλεγε "ανυπόμονε, γκρινιάρη, τι κατάλαβες τώρα;". Καθόμουν με τη μητέρα μου στο κατάστρωμα, είχε έρθει να με βοηθήσει, σαν να ήξερε το χάος που έκρυβα μέσα μου. Σαν έβλεπα το παλιό φρούριο όμως να βυθίζεται στο Ιόνιο, ήταν λες κι έβλεπα και μια άλλη μάνα, που με πρόσεχε όλα αυτά τα χρόνια, να ανοίγει την αγκαλιά της και να με αφήνει χαμογελαστή, λέγοντάς μου "εγώ εδώ θα είμαι, όποτε με χρειαστείς". Ήταν μια γερασμένη κυρία, νευρική αλλά γλυκύτατη, με τη χαρακτηριστική της προφορά, μια τρελή κοντέσα, που τριγυρνούσε για αιώνες μέσα στα βενετσιάνικα καντούνια ν' ανάψει ένα κερί στον Άγιο, να ψωνίσει στην αγορά, να μιλήσει με τα περιστέρια. Κι εκεί στην κουπαστή, κρυφά απ΄τη μάνα μου, της χάρισα εκείνο το δάκρυ, που πρόλαβε να βγει πριν το κρύψω με κάποιο από εκείνα τα σαχλά αστεία που φύλαγα γι΄ αυτές τις περιπτώσεις.
           Καμιά φορά, στο νέο μου πόστο, όλο και θα τύχαινε κάτι να μου θυμίζει εκείνη την εποχή. Κάποιος λογαριασμός για κατάθεση, κάποιος φοιτητής με κερκυραϊκό επώνυμο, κάποιος περαστικός. Ήταν περίεργο πως γινόταν ένας απλός κωδικός καταστήματος ή ένα απλό επώνυμο να μου φέρνει στο μυαλό καλοκαίρια, αρώματα και φωνές, τραγούδια και παρέες από το παρελθόν. Πολλές φορές μ' έπιανε εκείνο το περίεργο ξωτικό απ' τα μαλλιά και με έχωνε με βία στο αυτοκίνητο, περνούσα σφαίρα την Εγνατία και πήγαινα για μια δυο μέρες επίσκεψη στο νησί, φώλιαζα στον καναπέ κάποιου φίλου και γυρνούσα την πόλη σαν ξένος, κρυμμένος σε καινούρια ρούχα, αλλιώτικα, χωρίς τα γυαλιά που χαρακτήριζαν για χρόνια το πρόσωπό μου. Χαιρετούσα στο δρόμο ανθρώπους που τόσα χρόνια έβλεπα και γνώριζα λιγάκι και είχα πλάσει γι' αυτούς ιστορίες ολόκληρες. Κι εκείνοι με κοιτούσαν απορημένοι, σίγουροι πως κάπου με είχαν ξαναδεί, πως κάτι τους θύμιζα. Τίποτα δεν άλλαξε, τους έλεγα, τίποτα δε χάθηκε. Τίποτα, εκτός από μένα.